Aποτελείται απο δυο ξύλα οριζόντια και παράλληλα.Από κάθε άκρη των ξύλων εξέχουν προς τα πάνω δυο ξύλα που είναι οι υποδοχές των αντιών. Στο πισάντι είναι τυλιγμένοστην τυλιχταρού το στημόνι και στο μπροστάντι μαζεύεται το υφάδι. Στη μέση ορθώνονται πάλι δύο ψηλότερα ξύλα,που προορίζονται για να στηρίξουν το ξυλότεχνο και τα μιτάρια. Απο κάθε μιτάρι κρέμεται μια πατήθρα,που πατώντας την εναλλάξ η υφάντρα,έχει το άνοιγμα του στιμονιού στα δύο. Άλλα εξαρτήματα του αργαλείου είναι η απλώστρα,το στριφτάρι,το τριβέλι και οι καρλόψυχες. Ο αργαλειός έπρεπε να κατασκευαστεί απο έμπειρο και μερακλή τεχνίτη για να πηγαίνει καλά το υφαντό. Μετά απο όλη αυτή την κοπιαστική διαδικασία φτάνει η υφάντρα στην κύρια δουλειά του αργαλειού. Ανάλογα με το κομμάτι που θα υφάνει διαλέγει και το σχέδιο.Οι σχεδιαστές,απλοί άνθρωποι με κάποια καλλιτεχνική φλέβα,αποτυπώνουν το σχέδιο σε χαρτί με τετραγωνάκια. Κάθε τετραγωνάκι και μια αράδα και πίσω από το σχέδιο γραμμένες με ακρίβεια οι αποχρώσεις και οι οκάδες που χρειάζεται το μαλλί για να γίνει.
Για τον αργαλειό θα πούμε ποια ήταν τα εξαρτήματά τους και συγχρόνως θα περιγράφουμε και τη χρήση τους
Το αντί
Βρισκόταν στο μέρος που καθόταν η υφάντρια. Ήταν ένα κυλινδρικό ξύλο που είχε κατά μήκος του μια σχισμή απ’ όπου περνούσε το υφάδι. Στην άκρη του είχε τρύπες όπου η υφάντρια τοποθετούσε ένα ξύλο το σφίχτη για αντίσταση και το στερέωνε για να μην περιστρέφεται
Η Γαϊδούρα (πισαντί)
Βρισκόταν στην άλλη άκρη του αργαλειού απ’ αυτήν που καθόταν η υφάντρια και είχε τυλιγμένο το στημόνι δηλαδή οι μακριές κλωστές που θα πλέξουν με τις κλωστές που θα χρησιμοποιήσει η υφάντρια για να κάνουν το πανί. Η διαφορά του με το αντί είναι ότι αυτό δεν έχει τη σχισμή κατά μήκος του.
Το στημόνι
Το στημόνι ήταν κόκκινο ή λευκό βαμβακερό νήμα που τοποθετείτο κατά μήκος του αργαλειού τεντωμένο. Πάνω του γινόταν η ύφανση. Μετά το πισαντί και πηγαίνοντας προς την υφάντρια είχε δυο βέργες τοποθετημένες ανάμεσα στις κλωστές του για να μπορεί να ανοίγει καλύτερα και να περνάει η γυναίκα τη σαΐτα. Τα ξύλα αυτά λέγονταν σταυρόβεργες και εμπόδιζαν τις κλωστές να μπερδευτούν.
Τα μιτάρια
Στη συνέχεια οι κλωστές από το στημόνι περνούσαν από τα μιτάρια. Η λέξη αυτή μας θυμίζει το μίτο της Αριάδνης δηλαδή το κουβάρι της κλωστής. Αυτά ήταν ζευγάρια και ήταν κατασκευασμένα ως εξής : σε δυο παράλληλες σιδερένιες βέργες περνούσαν θηλιές που έμπλεκαν μεταξύ τους όπως δείχνει το παρακάτω σχήμα
Οι κλωστές του στημονιού περνούσαν έτσι ώστε να μπλέκονται και με τις δύο θηλιές. Αυτό γινόταν έτσι ώστε να μπορούμε να τα κατευθύνουμε όταν θέλουμε προς τα πάνω και όποτε θέλουμε προς τα κάτω. Όπως είπαμε τα μιτάρια ήταν ζευγάρι. Έτσι οι κλωστές περνούσαν εναλλάξ οι μισές από το ένα μιτάρι και οι μισές από το άλλο. Τα μιτάρια κρέμονταν από πάνω από τον αργαλειό με δυο καρούλια για να μπορούν να μετακινούνται πάνω-κάτω. Από την κάτω πλευρά ήταν συνδεδεμένα με δυο ξύλα σαν τα πετάλ του αυτοκινήτου που λέγονταν πατήθρες και η υφάντρια μπορούσε με το πάτημα του ποδιού της να ανεβάζει πότε το ένα και πότε το άλλο μετακινώντας αντίστοιχα και τις κλωστές του στημονιού τις μισές πάνω και τις μισές κάτω. Αυτό γινόταν εναλλάξ έτσι ώστε με τη μετακίνηση αυτή να μπλέκει το στημόνι με την κλωστή του μασουριού και να γίνεται το ύφασμα. Μετά τα μιτάρια ήταν το χτένι. Το χτένι ήταν σα χτένα μόνο που ήταν κλειστό από και τις δύο πλευρές. Δηλαδή ανάμεσα σε δυο παράλληλα ξύλα τοποθετούσαν μικρά καλάμια αρκετά πυκνά έτσι ώστε να αφήνουν μικρές σχισμές ίσα ίσα να περνάνε οι κλωστές του στημονιού. Αυτό στηριζόταν στο ξυλόχτενο. Δυο κάθετα σανίδια ενώνονταν με το κάτω μέρος του ξυλόχτενοπου ήταν σταθερό. Το πάνω μέρος μετακινούνταν έτσι ώστε να μπορούμε να τοποθετήσουμε ανάμεσα το χτένι. Τα δυο ξύλα του ξυλόχτενο είχαν κατά μήκος τους μια σχισμή, σα συρτάρι για την καλύτερη τοποθέτηση του χτενιού. Τα κάθετα ξύλα στερεώνονταν σε ένα άξονα που βρισκόταν πάνω στον αργαλειό και έτσι το χτένι μπορούσε να κινείται σα μια κούνια. Όταν λοιπόν η υφάντρια κουνούσε με τα πόδια της τις πατήθρες, τα μιτάριαανεβοκατέβαιναν και μαζί τους ανεβοκατέβαιναν ανάλογα και οι κλωστές του στημονιού έτσι ώστε οι μισές ήταν προς τα πάνω και οι μισές προς τα κάτω. Έτσι άφηναν ένα άνοιγμα μεταξύ τους.
Τότε πετούσαν τη σαΐτα με το μασούρι και έτσι ξετυλιγόταν η κλωστή ανάμεσα στις κλωστές του στημονιού. Με το χτένι χτυπούσε την κλωστή αυτή έτσι ώστε να έρθει πολύ κοντά (σφιχτά) το υφασμένο κομμάτι. Έπειτα ανεβοκατέβαζε και πάλι με τις πατήθρες τα μιτάρια έτσι ώστε να αλλάξουν οι κλωστές του στημονιού θέση. Αυτές που ήταν πάνω κατέβαιναν και ανέβαιναν αυτές που ήταν κάτω. Έτσι πλέκονταν με την κλωστή που πέρασε η υφάντρια. Αναφέραμε για τη σαΐτα Αυτή ήταν σα μικρή βάρκα που ήταν ανοιχτή κι απ’ τις δυο πλευρές. Κατά μήκος της είχε ένα σύρμα όπου περνούσαν το μασούρι με την κλωστή. Αυτό το σύρμα το έβαζαν στην ειδική θέση της σαΐτας και το ασφάλιζαν με ένα μικρό ξυλάκι για να μη μπορεί να βγαίνει. Στην πλευρά της είχε μια τρύπα απ’ όπου έβγαινε η κλωστή. Στην άκρη του υφασμένου πανιού έβαζαν ένα σίδερο που αποτελούνταν από δυο κομμάτια και μπορούσαν να μεταβάλουν το μήκος του και λεγόταν ξίγκλα (τεντώστρα). Μ’ αυτό κρατούσαν τεντωμένο το πανί κι έτσι μπορούσαν να υφαίνουν καλύτερα και ευκολότερα. Το υφασμένο πανί περνούσε μέσα από τη σχισμή που είχε το αντί έτσι ώστε να είναι τεντωμένο το στημόνι και το πανί και να μπορεί να γίνει η ύφανση. Όταν η ύφανση προχωρούσε, τότε έβγαζαν το μεγάλο ξύλο που ασφάλιζε το πίσω αντί έβγαζαν και το σφίχτη από το αντί και μάζευαν το πανί γυρίζοντας το αντί και το πίσω αντί. Τα δεσίματα γίνονταν όταν τελείωνε το υφαντό και έκοβαν τις κλωστές. Μετά έπαιρναν δυο - δυο τις κλωστές και τις δένανε σταυρωτά (σταυρόκομπος)
Σχήμα Αργαλειού
|
Τετάρτη 18 Μαΐου 2016
5:30:00 π.μ.
STOχASTIS
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου