Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Θεά Αθηνά, προστάτιδα της χειροτεχνίας και των καλών τεχνών, είχε εφεύρει τον αργαλειό. Πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει καλύτερη υφάντρα από αυτή, μεταμόρφωσε σε αράχνη την κόρη ενός βαφέα από την Ιωνία που τόλμησε να τη συναγωνιστεί.
Η υφαντική τέχνη δόθηκε στο ανθρώπινο γένος, ως δώρο από τη θεά της νοήσεως την Αθηνά, όπως αναφέρεται σε άπειρα κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας:
ὅθεν Ἀθηνᾶ μὲν κομίζει τὴν ἐλαίαν τε καὶ τὴν ὑφαντικήν....
(όπου η Αθηνά φέρνει την ελιά και την υφαντική)
αὐτὰρ Ἀθήνην ἔργα διδασκῆσαι, πολυδαίδαλον ἱστὸν ὑφαίνειν.
(όμως η Αθηνά δίδαξε να υφαίνουν στον περίτεχνο αργαλειό )
Ὑφαντικὴν καὶ ταλασίαν τὴν θεὸν τὴν Ἐργάνην ἐπινοῆσαί φασιν ἄνθρωποι· τὴν δὲ ἀράχνην ἡ φύσις σοφὴν ἐςἱστουργίαν ἐδημιούργησε. (την υφαντική τέχνη και το γνέσιμο και στρίψιμο του μαλλιού, επινόησε η Εργάνη,
λένε οι άνθρωποι, ενώ την αράχνη η φύση την προίκισε να υφαίνει ιστό)
Σύμφωνα με τον Πρόκλο η Θεά Αθηνά είναι η προστάτιδα της υφαντικής και έτσι η υφαντική άρχισε από τη δέσποινα Αθηνά:
εὑρίσκομεν διὰ τούτων τὰς θείας ποιήσεις ἐνδεικνυμένους,….
τὴν δ' Ἀθηνᾶν τῶν τ' ἄλλων τεχνῶν καὶ διαφερόν-
τως τῆς ὑφαντικῆς προστατεῖν, τὸν δ' Ἥφαιστον ἄλλης ἰδίως
ἔφορον τέχνης, αὐτὴν δὲ τὴν ὑφαντικὴν ἀρχομένην μὲν ἀπὸ
τῆς δεσποίνης Ἀθηνᾶς
ἥδε γὰρ ἀθανάτων προφερεστάτη ἐστὶν
ἁπασέων ἱστὸν ὑφήνασθαι,
ταλασήια τ' ἔργα πινύσσειν....
Ο Θεός Πάνας σύμφωνα με άλλους, ήταν εφευρέτης της υφαντικής τέχνης, και από το γεγονός αυτό ονομάζουμε και το πανί έτσι, χαρίζοντας του τιμητικά όνομα που παραπέμπει στον Πάνα:
Πηνίον
δὲ παρὰ τὸν Πᾶνα, ὅς ἐστι, φασίν, εὑρετὴς ὑφαντικῆς,
ἀφ' οὗ καὶ τὸ πανίον, ἡ ἀγοραία λέξις....
Ο άνθρωπος με την υφαντική τέχνη, μιμήθηκε τις αράχνες:
ὁ δ' ἄνθρωπος οὔτε τινὸς τῶν παρ' ἐκείνοις ἀμελέτητος, εἴ
γε καὶ τὴν ὑφαντικὴν ἐμιμήσατο τὰς ἀράχνας....
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η υφαντική τέχνη στα ομηρικά έπη
Η υφαντική τέχνη εκτός από αναγκαία, ήταν και αγαπητή, στα χρόνια των Τρωϊκών,μια που ακόμη και βασίλισσες αφιέρωναν πολύ από τον χρόνο τους, μπροστά στον αργαλειό, παρόλο που έπρεπε να δουλεύουν όρθιες, μια και τότε οι αργαλειοί ήταν κάθετοι (όρθιοι) και όχι οριζόντιοι όπως τους γνωρίζουμε εμείς σήμερα.
Η βασίλισσα δεν ύφαινε από ανάγκη, είχε τόσες θεραπαινίδες (υπηρέτριες),που θα μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Άρα μόνο η αγάπη, για την τέχνη αυτή θα ωθούσε μια πλούσια γυναίκα της εποχής εκείνης να ασχολείται με την τέχνη της υφαντικής.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Οι μνηστήρες δεν φαίνεται να ξαφνιάζονται, όταν η Πηνελόπη τους λέει πως πρέπει να τελειώσει το υφαντό της και μετά να αποφασίσει ποιόν θα διαλέξει για άνδρα. Θεωρούν φυσιολογικό μια βασίλισσα να υφαίνει.
"᾽κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,
μίμνετ᾽ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾽ ὄληται,
Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν
μοῖρ᾽ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο,
μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ,
αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας.᾽
Στα Ομηρικά έπη, η πιστή σύζυγος του Οδυσσέα, η Πηνελόπη, προκειμένου να καθυστερήσει τους επίδοξους μνηστήρες, που καραδοκούσαν να αναλάβουν το βασίλειο της Ιθάκης, ολημερίς ύφαινε στον αργαλειό, ενώ όλη τη νύχτα ξήλωνε όσα είχε υφάνει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγει να παραδώσει την τεράστια περιουσία του Οδυσσέα, στα χέρια κάποιου άλλου.
ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,
νύκτας δ' ἀλλύεσκεν, ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο....
....ἡ δὲ δόλον τόνδ' ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε·
στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,
λεπτὸν καὶ περίμετρον· ἄφαρ δ' ἡμῖν μετέειπε·
κοῦροι, ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,
μίμνετ' ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ' ὄληται....
Αφού πέρασαν τρία χρόνια, τότε μόνο, τον τέταρτο χρόνο, άρχισαν να αγανακτούν οι μνηστήρες, βλέποντας πως δεν είχε σκοπό η Πηνελόπη να τελειώσει τα υφαντά σάβανα για τον Λαέρτη.
...μνώμεθ᾿ Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα:
ἡ δ᾿ οὔτ᾿ ἠρνεῖτο στυγερὸν γάμον οὔτ᾿ ἐτελεύτα,
ἡμῖν φραζομένη θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν,
ἀλλὰ δόλον τόνδ᾿ ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε:
στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,
λεπτὸν καὶ περίμετρον: ἄφαρ δ᾿ ἡμῖν μετέειπε:
«‘κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος
Ὀδυσσεύς,
μίμνετ᾿ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε
φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾿ ὄληται,
Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν
μοῖρ᾿ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο,
μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ,
αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας.’
«ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς
ἀγήνωρ.
ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,
νύκτας δ᾿ ἀλλύεσκεν, ἐπεὶ δαί̈δας παραθεῖτο.
ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς:
ἀλλ᾿ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾿ ἤματα πόλλ᾿ ἐτελέσθη,
καὶ τότε δή τις ἔειπε γυναικῶν, ἣ σάφα ᾔδη,
καὶ τήν γ᾿ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν.
ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾿, ὑπ᾿
ἀνάγκης.
«εὖθ᾿ ἡ φᾶρος ἔδειξεν, ὑφήνασα μέγαν ἱστόν,
πλύνασ᾿, ἠελίῳ ἐναλίγκιον ἠὲ σελήνῃ,
καὶ τότε δή ῥ᾿ Ὀδυσῆα κακός ποθεν ἤγαγε δαίμων
Το ταίρι του Οδυσσέα, που χρόνιζε στα ξένα, για γυναίκα γυρεύαμε΄ μα αυτή, που οχτρεύουνταν το γάμο, μήτε, αρνιόταν μηδέ τον τέλευε, τι θάνατο κακό μας μελετούσε. Κι αυτός ο δόλος ο άλλος που 'βαλε στα φρένα της μιά μέρα! Τρανό αργαλειό στο ανώι της έστησε και κίνησε να υφάνει πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά μας είπε τότε:
Εσείς οι νιοί που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη,
για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα.
Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω, για την ώρα
που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοιρα'
να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
τάχα πως κοίτετοα ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη.
Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ᾿ αποδέχτη.
Κι εκείνη όλη τη μέρα δούλευε το ατέλειωτο πανί της,
και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε στο φως δαδιών που άναβαν.
Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος της πλανεύοντας μας όλους'
όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
κι οι μήνες έτρεχαν, και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
τότε μια σκλάβα της που τα 'ξερε μας τα μολόγησε όλα,
και την επιάσαμε που ξύφαινε το στραφτερό πανί της'
κι έτσι άθελα της το αποτέλειωσε, σφιγμένη απ᾿ την ανάγκη.
Μα μόλις ύφανε και ξέπλυνε τ᾿ ολόμακρο πανί της
και το 'δειξε, έτσι που στραφτάλιζε σαν ήλιος, σα φεγγάρι,
τον Οδυσσέα θεός οδήγησε κακός —ποιος ξέρει πούθε!—
Σε πολλά σημείο της Οδύσσειας φαίνεται καθαρά, ότι με την υφαντική ασχολούντο, όχι μόνο οι απλοί πολίτες, αλλά ακόμη και οι πάμπλουτες πριγκίπισσες και βασίλισσες.
Η Πηνελόπη ζητά από τον τραγουδιστή Φήμιο να σταματήσει το τραγούδι που εξιστορεί την επιστροφή των Αχαιών, διότι της προκαλεί θλίψη, αλλά ο Τηλέμαχος την προτρέπει να πάει στον αργαλειό της, διότι πολλά παλικάρια χάθηκαν στην
Τροία και όχι μόνο ο Οδυσσέας.
...ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο.
ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· μῦθος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί· τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾽ ἐνὶ οἴκῳ."
...μόν' κι ἄλλα χάθηκαν πολλὰ στὴν Τροία παλληκάρια.
Ἔμπα, καὶ κοίτα σπίτι σου καὶ τὸ νοικοκυριό σου,
τὴν ἀληκάτη, τ' ἀργαλειό, καὶ πρόσταζε τὶς δοῦλες
νὰ σοῦ δουλεύουν• κι ἄφηνε τὰ λόγια αὐτὰ στοὺς ἄντρες,
μάλιστα ἐμένα, πού 'μαι δὰ καὶ τοῦ σπιτιοῦ ὁ ἀφέντης.”
ὅθεν Ἀθηνᾶ μὲν κομίζει τὴν ἐλαίαν τε καὶ τὴν ὑφαντικήν....
(όπου η Αθηνά φέρνει την ελιά και την υφαντική)
αὐτὰρ Ἀθήνην ἔργα διδασκῆσαι, πολυδαίδαλον ἱστὸν ὑφαίνειν.
(όμως η Αθηνά δίδαξε να υφαίνουν στον περίτεχνο αργαλειό )
Ὑφαντικὴν καὶ ταλασίαν τὴν θεὸν τὴν Ἐργάνην ἐπινοῆσαί φασιν ἄνθρωποι· τὴν δὲ ἀράχνην ἡ φύσις σοφὴν ἐςἱστουργίαν ἐδημιούργησε. (την υφαντική τέχνη και το γνέσιμο και στρίψιμο του μαλλιού, επινόησε η Εργάνη,
λένε οι άνθρωποι, ενώ την αράχνη η φύση την προίκισε να υφαίνει ιστό)
Σύμφωνα με τον Πρόκλο η Θεά Αθηνά είναι η προστάτιδα της υφαντικής και έτσι η υφαντική άρχισε από τη δέσποινα Αθηνά:
εὑρίσκομεν διὰ τούτων τὰς θείας ποιήσεις ἐνδεικνυμένους,….
τὴν δ' Ἀθηνᾶν τῶν τ' ἄλλων τεχνῶν καὶ διαφερόν-
τως τῆς ὑφαντικῆς προστατεῖν, τὸν δ' Ἥφαιστον ἄλλης ἰδίως
ἔφορον τέχνης, αὐτὴν δὲ τὴν ὑφαντικὴν ἀρχομένην μὲν ἀπὸ
τῆς δεσποίνης Ἀθηνᾶς
ἥδε γὰρ ἀθανάτων προφερεστάτη ἐστὶν
ἁπασέων ἱστὸν ὑφήνασθαι,
ταλασήια τ' ἔργα πινύσσειν....
Ο Θεός Πάνας σύμφωνα με άλλους, ήταν εφευρέτης της υφαντικής τέχνης, και από το γεγονός αυτό ονομάζουμε και το πανί έτσι, χαρίζοντας του τιμητικά όνομα που παραπέμπει στον Πάνα:
Πηνίον
δὲ παρὰ τὸν Πᾶνα, ὅς ἐστι, φασίν, εὑρετὴς ὑφαντικῆς,
ἀφ' οὗ καὶ τὸ πανίον, ἡ ἀγοραία λέξις....
Ο άνθρωπος με την υφαντική τέχνη, μιμήθηκε τις αράχνες:
ὁ δ' ἄνθρωπος οὔτε τινὸς τῶν παρ' ἐκείνοις ἀμελέτητος, εἴ
γε καὶ τὴν ὑφαντικὴν ἐμιμήσατο τὰς ἀράχνας....
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η υφαντική τέχνη στα ομηρικά έπη
Η υφαντική τέχνη εκτός από αναγκαία, ήταν και αγαπητή, στα χρόνια των Τρωϊκών,μια που ακόμη και βασίλισσες αφιέρωναν πολύ από τον χρόνο τους, μπροστά στον αργαλειό, παρόλο που έπρεπε να δουλεύουν όρθιες, μια και τότε οι αργαλειοί ήταν κάθετοι (όρθιοι) και όχι οριζόντιοι όπως τους γνωρίζουμε εμείς σήμερα.
Η βασίλισσα δεν ύφαινε από ανάγκη, είχε τόσες θεραπαινίδες (υπηρέτριες),που θα μπορούσαν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Άρα μόνο η αγάπη, για την τέχνη αυτή θα ωθούσε μια πλούσια γυναίκα της εποχής εκείνης να ασχολείται με την τέχνη της υφαντικής.
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Οι μνηστήρες δεν φαίνεται να ξαφνιάζονται, όταν η Πηνελόπη τους λέει πως πρέπει να τελειώσει το υφαντό της και μετά να αποφασίσει ποιόν θα διαλέξει για άνδρα. Θεωρούν φυσιολογικό μια βασίλισσα να υφαίνει.
"᾽κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,
μίμνετ᾽ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾽ ὄληται,
Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν
μοῖρ᾽ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο,
μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ,
αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας.᾽
Στα Ομηρικά έπη, η πιστή σύζυγος του Οδυσσέα, η Πηνελόπη, προκειμένου να καθυστερήσει τους επίδοξους μνηστήρες, που καραδοκούσαν να αναλάβουν το βασίλειο της Ιθάκης, ολημερίς ύφαινε στον αργαλειό, ενώ όλη τη νύχτα ξήλωνε όσα είχε υφάνει, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αποφύγει να παραδώσει την τεράστια περιουσία του Οδυσσέα, στα χέρια κάποιου άλλου.
ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,
νύκτας δ' ἀλλύεσκεν, ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο....
....ἡ δὲ δόλον τόνδ' ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε·
στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,
λεπτὸν καὶ περίμετρον· ἄφαρ δ' ἡμῖν μετέειπε·
κοῦροι, ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,
μίμνετ' ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ' ὄληται....
Αφού πέρασαν τρία χρόνια, τότε μόνο, τον τέταρτο χρόνο, άρχισαν να αγανακτούν οι μνηστήρες, βλέποντας πως δεν είχε σκοπό η Πηνελόπη να τελειώσει τα υφαντά σάβανα για τον Λαέρτη.
...μνώμεθ᾿ Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα:
ἡ δ᾿ οὔτ᾿ ἠρνεῖτο στυγερὸν γάμον οὔτ᾿ ἐτελεύτα,
ἡμῖν φραζομένη θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν,
ἀλλὰ δόλον τόνδ᾿ ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε:
στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,
λεπτὸν καὶ περίμετρον: ἄφαρ δ᾿ ἡμῖν μετέειπε:
«‘κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος
Ὀδυσσεύς,
μίμνετ᾿ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε
φᾶρος
ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾿ ὄληται,
Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν
μοῖρ᾿ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο,
μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ,
αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας.’
«ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς
ἀγήνωρ.
ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,
νύκτας δ᾿ ἀλλύεσκεν, ἐπεὶ δαί̈δας παραθεῖτο.
ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς:
ἀλλ᾿ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,
μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾿ ἤματα πόλλ᾿ ἐτελέσθη,
καὶ τότε δή τις ἔειπε γυναικῶν, ἣ σάφα ᾔδη,
καὶ τήν γ᾿ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν.
ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾿, ὑπ᾿
ἀνάγκης.
«εὖθ᾿ ἡ φᾶρος ἔδειξεν, ὑφήνασα μέγαν ἱστόν,
πλύνασ᾿, ἠελίῳ ἐναλίγκιον ἠὲ σελήνῃ,
καὶ τότε δή ῥ᾿ Ὀδυσῆα κακός ποθεν ἤγαγε δαίμων
Το ταίρι του Οδυσσέα, που χρόνιζε στα ξένα, για γυναίκα γυρεύαμε΄ μα αυτή, που οχτρεύουνταν το γάμο, μήτε, αρνιόταν μηδέ τον τέλευε, τι θάνατο κακό μας μελετούσε. Κι αυτός ο δόλος ο άλλος που 'βαλε στα φρένα της μιά μέρα! Τρανό αργαλειό στο ανώι της έστησε και κίνησε να υφάνει πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά μας είπε τότε:
Εσείς οι νιοί που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη,
για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα.
Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω, για την ώρα
που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοιρα'
να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
τάχα πως κοίτετοα ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη.
Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ᾿ αποδέχτη.
Κι εκείνη όλη τη μέρα δούλευε το ατέλειωτο πανί της,
και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε στο φως δαδιών που άναβαν.
Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος της πλανεύοντας μας όλους'
όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
κι οι μήνες έτρεχαν, και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
τότε μια σκλάβα της που τα 'ξερε μας τα μολόγησε όλα,
και την επιάσαμε που ξύφαινε το στραφτερό πανί της'
κι έτσι άθελα της το αποτέλειωσε, σφιγμένη απ᾿ την ανάγκη.
Μα μόλις ύφανε και ξέπλυνε τ᾿ ολόμακρο πανί της
και το 'δειξε, έτσι που στραφτάλιζε σαν ήλιος, σα φεγγάρι,
τον Οδυσσέα θεός οδήγησε κακός —ποιος ξέρει πούθε!—
Σε πολλά σημείο της Οδύσσειας φαίνεται καθαρά, ότι με την υφαντική ασχολούντο, όχι μόνο οι απλοί πολίτες, αλλά ακόμη και οι πάμπλουτες πριγκίπισσες και βασίλισσες.
Η Πηνελόπη ζητά από τον τραγουδιστή Φήμιο να σταματήσει το τραγούδι που εξιστορεί την επιστροφή των Αχαιών, διότι της προκαλεί θλίψη, αλλά ο Τηλέμαχος την προτρέπει να πάει στον αργαλειό της, διότι πολλά παλικάρια χάθηκαν στην
Τροία και όχι μόνο ο Οδυσσέας.
...ἐν Τροίῃ, πολλοὶ δὲ καὶ ἄλλοι φῶτες ὄλοντο.
ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· μῦθος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί· τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾽ ἐνὶ οἴκῳ."
...μόν' κι ἄλλα χάθηκαν πολλὰ στὴν Τροία παλληκάρια.
Ἔμπα, καὶ κοίτα σπίτι σου καὶ τὸ νοικοκυριό σου,
τὴν ἀληκάτη, τ' ἀργαλειό, καὶ πρόσταζε τὶς δοῦλες
νὰ σοῦ δουλεύουν• κι ἄφηνε τὰ λόγια αὐτὰ στοὺς ἄντρες,
μάλιστα ἐμένα, πού 'μαι δὰ καὶ τοῦ σπιτιοῦ ὁ ἀφέντης.”
Ενώ άλλοι λένε ότι ο Ερμής συνουσιάστηκε με την Πηνελόπη, όπως και ο Πάνας, και από τότε άρχισε εκείνη την υφαντική, λένε ορισμένοι:
ἕτεροι δὲ σεμνότερον ληροῦντες,
Ἑρμῆ συνευνάζουσι τῇ Πηνελόπῃ, ὅθεν ὁ Πάν,
ὃν καὶ κατάρξαι τῆς ὑφαντικῆς φασί τινες.
ΕΛΕΝΗ
Στο παλάτι του Μενέλαου, συρρέει πλήθος κόσμου και αρχόντων για τους διπλούς γάμους των παιδιών του, και όλοι φέρνουν δώρα όχι μόνο για τους μελλόνυμφους, αλλά και για το βασιλιά και την βασίλισσα.
Η γυναίκα του Πολύβου χαρίζει στην Ελένη
ρόκα…..και μαλλί…
χωρὶς δ᾽ αὖθ᾽ Ἑλένῃ ἄλοχος πόρε κάλλιμα δῶρα·
χρυσέην τ᾽ ἠλακάτην τάλαρόν θ᾽ ὑπόκυκλον ὄπασσεν
ἀργύρεον, χρυσῷ δ᾽ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο.
τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα
νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα.
ἕζετο δ᾽ ἐν κλισμῷ, ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
αὐτίκα δ᾽ ἥ γ᾽ ἐπέεσσι πόσιν ἐρέεινεν ἕκαστα·
δῶρα ἡ κερά του διαλεχτὰ χαρίζει τῆς Ἑλένης,
χρυσή ἀληκάτη, κι ἀργυρὸ πανέρι πὰς στὶς ρόδες,
μὲ χρυσωμένα ὁλόγυρα τοῦ πανεριοῦ τὰ χείλη.
Αὐτὸ δὰ τῆς παράθεσε ἡ Φυλὼ ἡ παρακόρη,
γεμάτο νῆμα δουλευτό, κι ἀπάνω ἡ ἀληκάτη
μὲ τὸ βαθιόχρωμο μαλλί, θεμένη πέρα ὡς πέρα.
ΚΙΡΚΗ
Ακόμη και η κόρη του ήλιου η Κίρκη υφαίνει τραγουδώντας στον αργαλειό της:
ἔσταν δ᾽ ἐν προθύροισι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο,
Κίρκης δ᾽ ἔνδον ἄκουον ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ,
ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον, οἷα θεάων
λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται.
"ὦ φίλοι, ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη μέγαν ἱστὸν
καλὸν ἀοιδιάει, δάπεδον δ᾽ ἅπαν ἀμφιμέμυκεν,
ἢ θεὸς ἠὲ γυνή· ἀλλὰ φθεγγώμεθα θᾶσσον.᾽
"ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τοὶ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες.
Στῆς ὡριοπλέξουδης θεᾶς τὰ ξώθυρα καθίζουν,
κι ἀκοῦν τὴν Κίρκη μέσαθε ποὺ γλυκοτραγουδοῦσε,
μεγάλο φαίνοντας πανὶ κι ἀχάλαστο, σὰν πού 'ναι
τῶν θεῶν τὰ ἔργα τὰ ψιλὰ καὶ τὰ λαμπρὰ καὶ τὰ ὥρια,
μοῦ 'τανε φίλος πιὸ πιστός, γυρίζει καὶ τοὺς κρένει•
“Παιδιά, πανὶ ἐκεῖ φαίνοντας κάποια θεὰ ἢ γυναίκα
μὲ γλύκα τραγουδάει πολλή, κι ἀχολογάει ὁ πύργος.
Ἂς τῆς φωνάξουμε.” Κι αὐτοὶ τῆς φώναξαν ν' ἀκούση.
Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΣΤΗ ΣΧΕΡΙΑ
Οι 13 θρόνοι των αρχόντων και του Αλκίνοου,
του βασιλιά της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων,
είναι στολισμένοι με λεπτά υφαντά που φτιάξαν
οι γυναικες μαζί και η Αρήτη η σύζυγος του Αλκίνοου.
ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο διαμπερές, ἔνθ᾽ ἐνὶ πέπλοι
λεπτοὶ ἐύννητοι βεβλήατο, ἔργα γυναικῶν.
ἔνθα δὲ Φαιήκων ἡγήτορες ἑδριόωντο
πίνοντες καὶ ἔδοντες· ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον.
Θρονιὰ στὸν τοῖχο ἀραδιαστὰ κι ἀπὸ τὰ δυὸ τὰ πλάγια,
ἀπ' τὸ κατώφλι ὡς τὰ βαθιά, μὲ ντύματα ἀποπάνω,
ἔργα ψιλὰ καλόγνεστα τῶν γυναικῶν, βαλμένα.
Οι γυναίκες των Φαιάκων υφαίνουν υπέροχα υφαντά στον αργαλειό και φημίζονται για αυτήν την τέχνη τους, όσο και οι άνδρες Φαίακες ως κυβερνήτες σκαφών.
αἱ δ᾽ ἱστοὺς ὑφόωσι καὶ ἠλάκατα στρωφῶσιν
ἥμεναι, οἷά τε φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο·
καιρουσσέων δ᾽ ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον.
ὅσσον Φαίηκες περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν
νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν, ὣς δὲ γυναῖκες
ἱστῶν τεχνῆσσαι· πέρι γάρ σφισι δῶκεν Ἀθήνη
ἔργα τ᾽ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλάς.
ἔκτοσθεν δ᾽ αὐλῆς μέγας ὄρχατος ἄγχι θυράων
τετράγυος· περὶ δ᾽ ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα,
ἄλλες τους φαίνουνε πανὶ καὶ κλώθουν καθισμένες,
σὰ φύλλα λεύκας ἁψηλῆς σαλεύοντας• καὶ τόσο
κρουστόφαντα εἶναι τὰ λινὰ ποὺ τρέχει ὁγρὸ τὸ λάδι.
Τὶ ὅσο περνοῦν οἱ Φαίακες στὸν κόσμο ὅλους τοὺς ἄλλους
σὲ καραβιοῦ κυβέρνημα, τόσο πιδέξες εἶναι
στὸ φάδι κι οἱ γυναῖκες τους, ποὺ ἡ Ἀθηνᾶ νὰ φτιάνουν
ὥρια δουλειὰ τὶς ἔμαθε, καὶ νοῦ λαμπρὸ ἔδωσέ τους.
Η ΑΡΗΤΗ ΔΕΙΝΗ ΥΦΑΝΤΡΙΑ
Η Αρήτη παρατηρεί ότι τα ρούχα που φοράει ο Οδυσσέας είναι υφασμένα από την ίδια και τις γυναίκες του παλατιού.
αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς,
πὰρ δέ οἱ Ἀρήτη τε καὶ Ἀλκίνοος θεοειδὴς
ἥσθην· ἀμφίπολοι δ᾽ ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός.
τοῖσιν δ᾽ Ἀρήτη λευκώλενος ἤρχετο μύθων·
ἔγνω γὰρ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἰδοῦσα
καλά, τά ῥ᾽ αὐτὴ τεῦξε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί·
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
μὰ στὸ παλάτι ἀπόμεινε ὁ θεῖος ὁ Ὀδυσσέας,
καὶ πλάγια του καθίσανε ἡ Ἀρήτη κι ὁ Ἀλκίνος
ὁ θεόμοιαστος• καὶ σήκωσαν οἱ δοῦλες τὰ τραπέζια.
Καὶ τότες πρώτη τοῦ μιλάει ἡ Ἀρήτη ἡ ἀσπροχέρα,
τηρώντας τὰ ὥρια του σκουτιά, χιτώνα καὶ χλαμύδα,
ποὺ ἀτή της τά ' φτιασε μαζὶ μὲ τὶς σπιτογυναῖκες•
καὶ λάλησέ του κι εἶπε του μὲ φτερωμένα λόγια•
ἕτεροι δὲ σεμνότερον ληροῦντες,
Ἑρμῆ συνευνάζουσι τῇ Πηνελόπῃ, ὅθεν ὁ Πάν,
ὃν καὶ κατάρξαι τῆς ὑφαντικῆς φασί τινες.
ΕΛΕΝΗ
Στο παλάτι του Μενέλαου, συρρέει πλήθος κόσμου και αρχόντων για τους διπλούς γάμους των παιδιών του, και όλοι φέρνουν δώρα όχι μόνο για τους μελλόνυμφους, αλλά και για το βασιλιά και την βασίλισσα.
Η γυναίκα του Πολύβου χαρίζει στην Ελένη
ρόκα…..και μαλλί…
χωρὶς δ᾽ αὖθ᾽ Ἑλένῃ ἄλοχος πόρε κάλλιμα δῶρα·
χρυσέην τ᾽ ἠλακάτην τάλαρόν θ᾽ ὑπόκυκλον ὄπασσεν
ἀργύρεον, χρυσῷ δ᾽ ἐπὶ χείλεα κεκράαντο.
τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα
νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος ἔχουσα.
ἕζετο δ᾽ ἐν κλισμῷ, ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν.
αὐτίκα δ᾽ ἥ γ᾽ ἐπέεσσι πόσιν ἐρέεινεν ἕκαστα·
δῶρα ἡ κερά του διαλεχτὰ χαρίζει τῆς Ἑλένης,
χρυσή ἀληκάτη, κι ἀργυρὸ πανέρι πὰς στὶς ρόδες,
μὲ χρυσωμένα ὁλόγυρα τοῦ πανεριοῦ τὰ χείλη.
Αὐτὸ δὰ τῆς παράθεσε ἡ Φυλὼ ἡ παρακόρη,
γεμάτο νῆμα δουλευτό, κι ἀπάνω ἡ ἀληκάτη
μὲ τὸ βαθιόχρωμο μαλλί, θεμένη πέρα ὡς πέρα.
ΚΙΡΚΗ
Ακόμη και η κόρη του ήλιου η Κίρκη υφαίνει τραγουδώντας στον αργαλειό της:
ἔσταν δ᾽ ἐν προθύροισι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο,
Κίρκης δ᾽ ἔνδον ἄκουον ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ,
ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον, οἷα θεάων
λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται.
"ὦ φίλοι, ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη μέγαν ἱστὸν
καλὸν ἀοιδιάει, δάπεδον δ᾽ ἅπαν ἀμφιμέμυκεν,
ἢ θεὸς ἠὲ γυνή· ἀλλὰ φθεγγώμεθα θᾶσσον.᾽
"ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, τοὶ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες.
Στῆς ὡριοπλέξουδης θεᾶς τὰ ξώθυρα καθίζουν,
κι ἀκοῦν τὴν Κίρκη μέσαθε ποὺ γλυκοτραγουδοῦσε,
μεγάλο φαίνοντας πανὶ κι ἀχάλαστο, σὰν πού 'ναι
τῶν θεῶν τὰ ἔργα τὰ ψιλὰ καὶ τὰ λαμπρὰ καὶ τὰ ὥρια,
μοῦ 'τανε φίλος πιὸ πιστός, γυρίζει καὶ τοὺς κρένει•
“Παιδιά, πανὶ ἐκεῖ φαίνοντας κάποια θεὰ ἢ γυναίκα
μὲ γλύκα τραγουδάει πολλή, κι ἀχολογάει ὁ πύργος.
Ἂς τῆς φωνάξουμε.” Κι αὐτοὶ τῆς φώναξαν ν' ἀκούση.
Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΣΤΗ ΣΧΕΡΙΑ
Οι 13 θρόνοι των αρχόντων και του Αλκίνοου,
του βασιλιά της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων,
είναι στολισμένοι με λεπτά υφαντά που φτιάξαν
οι γυναικες μαζί και η Αρήτη η σύζυγος του Αλκίνοου.
ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα,
ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο διαμπερές, ἔνθ᾽ ἐνὶ πέπλοι
λεπτοὶ ἐύννητοι βεβλήατο, ἔργα γυναικῶν.
ἔνθα δὲ Φαιήκων ἡγήτορες ἑδριόωντο
πίνοντες καὶ ἔδοντες· ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον.
Θρονιὰ στὸν τοῖχο ἀραδιαστὰ κι ἀπὸ τὰ δυὸ τὰ πλάγια,
ἀπ' τὸ κατώφλι ὡς τὰ βαθιά, μὲ ντύματα ἀποπάνω,
ἔργα ψιλὰ καλόγνεστα τῶν γυναικῶν, βαλμένα.
Οι γυναίκες των Φαιάκων υφαίνουν υπέροχα υφαντά στον αργαλειό και φημίζονται για αυτήν την τέχνη τους, όσο και οι άνδρες Φαίακες ως κυβερνήτες σκαφών.
αἱ δ᾽ ἱστοὺς ὑφόωσι καὶ ἠλάκατα στρωφῶσιν
ἥμεναι, οἷά τε φύλλα μακεδνῆς αἰγείροιο·
καιρουσσέων δ᾽ ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον.
ὅσσον Φαίηκες περὶ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν
νῆα θοὴν ἐνὶ πόντῳ ἐλαυνέμεν, ὣς δὲ γυναῖκες
ἱστῶν τεχνῆσσαι· πέρι γάρ σφισι δῶκεν Ἀθήνη
ἔργα τ᾽ ἐπίστασθαι περικαλλέα καὶ φρένας ἐσθλάς.
ἔκτοσθεν δ᾽ αὐλῆς μέγας ὄρχατος ἄγχι θυράων
τετράγυος· περὶ δ᾽ ἕρκος ἐλήλαται ἀμφοτέρωθεν.
ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα,
ἄλλες τους φαίνουνε πανὶ καὶ κλώθουν καθισμένες,
σὰ φύλλα λεύκας ἁψηλῆς σαλεύοντας• καὶ τόσο
κρουστόφαντα εἶναι τὰ λινὰ ποὺ τρέχει ὁγρὸ τὸ λάδι.
Τὶ ὅσο περνοῦν οἱ Φαίακες στὸν κόσμο ὅλους τοὺς ἄλλους
σὲ καραβιοῦ κυβέρνημα, τόσο πιδέξες εἶναι
στὸ φάδι κι οἱ γυναῖκες τους, ποὺ ἡ Ἀθηνᾶ νὰ φτιάνουν
ὥρια δουλειὰ τὶς ἔμαθε, καὶ νοῦ λαμπρὸ ἔδωσέ τους.
Η ΑΡΗΤΗ ΔΕΙΝΗ ΥΦΑΝΤΡΙΑ
Η Αρήτη παρατηρεί ότι τα ρούχα που φοράει ο Οδυσσέας είναι υφασμένα από την ίδια και τις γυναίκες του παλατιού.
αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς,
πὰρ δέ οἱ Ἀρήτη τε καὶ Ἀλκίνοος θεοειδὴς
ἥσθην· ἀμφίπολοι δ᾽ ἀπεκόσμεον ἔντεα δαιτός.
τοῖσιν δ᾽ Ἀρήτη λευκώλενος ἤρχετο μύθων·
ἔγνω γὰρ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἰδοῦσα
καλά, τά ῥ᾽ αὐτὴ τεῦξε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί·
καί μιν φωνήσασ᾽ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
μὰ στὸ παλάτι ἀπόμεινε ὁ θεῖος ὁ Ὀδυσσέας,
καὶ πλάγια του καθίσανε ἡ Ἀρήτη κι ὁ Ἀλκίνος
ὁ θεόμοιαστος• καὶ σήκωσαν οἱ δοῦλες τὰ τραπέζια.
Καὶ τότες πρώτη τοῦ μιλάει ἡ Ἀρήτη ἡ ἀσπροχέρα,
τηρώντας τὰ ὥρια του σκουτιά, χιτώνα καὶ χλαμύδα,
ποὺ ἀτή της τά ' φτιασε μαζὶ μὲ τὶς σπιτογυναῖκες•
καὶ λάλησέ του κι εἶπε του μὲ φτερωμένα λόγια•
Οι μεταφράσεις είναι του Ἀργύρη Ἐφταλιώτη και των Καζαντζάκη – Κακριδή
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, αναρωτιέται μήπως η υφαντική και η μαγειρική, είναι κατάλληλες μόνο για τις γυναίκες, και είναι αξιογέλαστος (κοινώς ρεζίλης), όποιος ασχολείται με αυτές τις τέχνες ώστε να θεωρείται υποδυέστερος (κατώτερος);
....ἢ μακρολογῶμεν τήν τε ὑφαντικὴν λέγοντες
καὶ τὴν τῶν ποπάνων τε καὶ ἑψημάτων θεραπείαν,
ἐν οἷς δή τι δοκεῖ τὸ γυναικεῖον γένος εἶναι,
οὗ καὶ καταγελαστότατόν ἐστι πάντων ἡττώμενον;
(Plato Phil., Respublica)
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του, αναρωτιέται μήπως η υφαντική και η μαγειρική, είναι κατάλληλες μόνο για τις γυναίκες, και είναι αξιογέλαστος (κοινώς ρεζίλης), όποιος ασχολείται με αυτές τις τέχνες ώστε να θεωρείται υποδυέστερος (κατώτερος);
....ἢ μακρολογῶμεν τήν τε ὑφαντικὴν λέγοντες
καὶ τὴν τῶν ποπάνων τε καὶ ἑψημάτων θεραπείαν,
ἐν οἷς δή τι δοκεῖ τὸ γυναικεῖον γένος εἶναι,
οὗ καὶ καταγελαστότατόν ἐστι πάντων ἡττώμενον;
(Plato Phil., Respublica)
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Από την αρχαιότητα οι γνώσεις των γυναικών στην υφαντική τέχνη, πολλές φορές στάθηκαν σανίδα σωτηρίας σε δύσκολες στιγμές, και τις έβγαλαν από την απόγνωση, βοηθώντας τες να ορθοποδήσουν και να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια.
Μια τέτοια αναφορά βρίσκουμε στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου
Κλωστήρα γυνή ταλαεργός (υφάντρα κουρασμένη)
οἷον ὅτε κλωστῆρα γυνὴ ταλαεργὸς ἑλίσσει
ἐννυχίη: τῇ δ' ἀμφὶ κινύρεται ὀρφανὰ τέκνα
χηροσύνῃ πόσιος: σταλάει δ' ὑπὸ δάκρυ παρειὰς
Όπως η κουρασμένη υφάντρα γυρίζει όλη νύχτα το αδράχτι, και γύρω της κλαίνε τα ορφανά παιδιά της, γιατί είναι χήρα, κι από τα μάγουλα της κυλούν τα δάκρυα καθώς θρηνεί για τη φρικτή μοίρα που τη βρήκε.
Παρόμοιο περιστατικό περιγράφει και ο Λουκιανός στους Διαλόγους του:
ΚΡΩΒΥΛΗ (χήρα)
εχάλκευε γάρ καί μέγα ήν όνομα
αυτού εν Πειραιεί, καί πάντων εστίν ακούσαι
διομνυμένων ή μήν μετά Φιλίνον μηκέτι έσεσθαι
άλλον χαλκέα.
μετά δέ τήν τελευτήν τό μέν πρώτον
αποδομένη τάς πυράγρας καί τόν άκμονα καί σφύραν
δύο μνών, μήνας από τούτων επτά διετράφημεν:
είτα νύν μέν υφαίνουσα, νύν δέ κρόκην κατάγουσα ή
στήμονα κλώθουσα εποριζόμην τά σιτία μόλις:
Όταν λοιπόν πέθανε εκείνος που ήταν χαλκιάς,
όνομα ξακουστό στον Πειραιά,
στην αρχή πούλησα για δύο (2) μνές τις μασιές του,
το αμόνι και το σφυρί, κι έτσι ζήσαμε.
Ύστερα, τη μια υφαίνοντας, την άλλη γνέθοντας
και κλώθοντας το στημόνι,
είδα κι έπαθα να κερδίζω το ψωμί μας.
Ενώ ο Έκτορας, στην Ιλιάδα του Ομήρου, αποχαιρετά τους γονείς του και την γυναίκα του Ανδρομάχη, που κρατά στην αγκαλιά της το παιδί τους, και της λέει πως πρέπει να πάει στη μάχη, να υπερασπιστεί την πατρίδα και το σπίτι του, λέγοντας της πως δεν θέλει να σκέφτεται πως ίσως κάποια μέρα την σύρουν αιχμάλωτη να υπηρετεί υφαίνοντας, στις προσταγές των εχθρών τους:
Ομήρου Ιλιάς
...ὅσσον σεῦ, ὅτε κέν τις Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
δακρυόεσσαν ἄγηται ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπούρας·
καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῦσα πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις...
όσο για σένα, όταν χαλκάρματος κάποιος Αργείτης πάρει, τη λευτεριά σου και ξοπίσω του σε σέρνει δακρυσμένη, και στο Άργος πέρα υφαίνεις έπειτα στον αργαλειό μιας ξένης.
απόδοση: ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΟΎΚΟΥΡΑ
Ενώ αργότερα θέλοντας να την καθησυχάσει, της λέει να ασχοληθεί με το υφαντό της, και εκείνος μαζί με όλους τους Τρώες θα φροντίσουν για την ασφάλεια όλων:
Ἀλλ᾽ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾽ αὐτῆς ἔργα κόμιζε
ἱστόν τ᾽ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε
ἔργον ἐποίχεσθαι· πόλεμος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει
πᾶσι, μάλιστα δ᾽ ἐμοί, τοὶ Ἰλίῳ ἐγγεγάασιν.
Αλλ’ άμε σπίτι, έχει στον νουν τα έργα τα δικά σου,
την ηλακάτην, τ’ αργαλειό, και πρόσταζε τες κόρες
να εργάζωνται. Στον πόλεμον θα καταγίνουν όλοι
οι άνδρες που εγεννήθησαν στην Τροίαν κι εγώ πρώτος.»
μετάφραση: Ιάκωβου Πολυλά
------------------------------------------------------------------------------------------------------
Έτσι κάποτε ο Δαρείος έμεινε έκπληκτος, όταν είδε μια γυναίκας της Παιονίας, να κάνει ταυτόχρονα πολλές δουλειές, ανάμεσα σ' αυτές και το γνέσιμο.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο Δαρείος
εντυπωσιάστηκε, όταν είδε μιια γυναίκα
από την Παιονία, να βαδίζει προς το ποτάμι
με μια στάμνα στο κεφάλι για να γεμίσει νερό.
Ταυτόχρονα με το ένα χέρι καθοδηγούσε
το άλογο της προς το ποτάμι για να ποτιστεί,
ενώ με το άλλο χέρι της έγνεθε, γεγονός
που προξένησε την περιέργεια του βασιλιά
καθώς δεν ήταν συνήθεια των γυναικών της
Περσίας ή της Λυδίας, ούτε άλλης περιοχής της Ασίας.
ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ
1 τελεωθέντων δὲ ἀμφοτέροισι, οὗτοι μὲν κατὰ τὰ εἵλοντο ἐτράποντο, Δαρεῖον δὲ συνήνεικε πρῆγμα τοιόνδεἰδόμενον ἐπιθυμῆσαι ἐντείλασθαι Μεγαβάζῳ Παίονας ἑλόντα ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐς τὴν Ἀσίην ἐκ τῆς Εὐρώπης. ἦν Πίγρης καὶ Μαντύης ἄνδρες Παίονες, οἳ ἐπείτε Δαρεῖος διέβη ἐς τὴν Ἀσίην, αὐτοὶ ἐθέλοντες Παιόνων τυραννεύεινἀπικνέονται ἐς Σάρδις, ἅμα ἀγόμενοι ἀδελφεὴν μεγάλην τε καὶ εὐειδέα. 2 φυλάξαντες δὲ Δαρεῖον προκατιζόμενον ἐς τὸ προάστειον τὸ τῶν Λυδῶν ἐποίησαν τοιόνδε• σκευάσαντες τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα, ἐπ᾽ ὕδωρ ἔπεμπονἄγγος ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσαν καὶ ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσαν καὶ κλώθουσαν λίνον. 3 ὡς δὲ παρεξήιε ἡγυνή, ἐπιμελὲς τῷ Δαρείῳ ἐγένετο• οὔτε γὰρ Περσικὰ ἦν οὔτε Λύδια τὰ ποιεύμενα ἐκ τῆς γυναικός, οὔτε πρὸς τῶν ἐκ τῆς Ἀσίης οὐδαμῶν. ἐπιμελὲς δὲ ὥς οἱ ἐγένετο, τῶν δορυφόρων τινὰς πέμπει κελεύων φυλάξαι ὅ τι χρήσεται τῷ ἵππῳἡ γυνή. 4 οἳ μὲν δὴ ὄπισθε εἵποντο• ἣ δὲ ἐπείτε ἀπίκετο ἐπὶ τὸν ποταμόν, ἦρσε τὸν ἵππον, ἄρσασα δὲ καὶ τὸ ἄγγος τοῦὕδατος ἐμπλησαμένη τὴν αὐτὴν ὁδὸν παρεξήιε, φέρουσα τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ ἐπέλκουσα ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον καὶ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο Δαρείος
εντυπωσιάστηκε, όταν είδε μιια γυναίκα
από την Παιονία, να βαδίζει προς το ποτάμι
με μια στάμνα στο κεφάλι για να γεμίσει νερό.
Ταυτόχρονα με το ένα χέρι καθοδηγούσε
το άλογο της προς το ποτάμι για να ποτιστεί,
ενώ με το άλλο χέρι της έγνεθε, γεγονός
που προξένησε την περιέργεια του βασιλιά
καθώς δεν ήταν συνήθεια των γυναικών της
Περσίας ή της Λυδίας, ούτε άλλης περιοχής της Ασίας.
ΗΡΟΔΟΤΟΣ ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ
1 τελεωθέντων δὲ ἀμφοτέροισι, οὗτοι μὲν κατὰ τὰ εἵλοντο ἐτράποντο, Δαρεῖον δὲ συνήνεικε πρῆγμα τοιόνδεἰδόμενον ἐπιθυμῆσαι ἐντείλασθαι Μεγαβάζῳ Παίονας ἑλόντα ἀνασπάστους ποιῆσαι ἐς τὴν Ἀσίην ἐκ τῆς Εὐρώπης. ἦν Πίγρης καὶ Μαντύης ἄνδρες Παίονες, οἳ ἐπείτε Δαρεῖος διέβη ἐς τὴν Ἀσίην, αὐτοὶ ἐθέλοντες Παιόνων τυραννεύεινἀπικνέονται ἐς Σάρδις, ἅμα ἀγόμενοι ἀδελφεὴν μεγάλην τε καὶ εὐειδέα. 2 φυλάξαντες δὲ Δαρεῖον προκατιζόμενον ἐς τὸ προάστειον τὸ τῶν Λυδῶν ἐποίησαν τοιόνδε• σκευάσαντες τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα, ἐπ᾽ ὕδωρ ἔπεμπονἄγγος ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσαν καὶ ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσαν καὶ κλώθουσαν λίνον. 3 ὡς δὲ παρεξήιε ἡγυνή, ἐπιμελὲς τῷ Δαρείῳ ἐγένετο• οὔτε γὰρ Περσικὰ ἦν οὔτε Λύδια τὰ ποιεύμενα ἐκ τῆς γυναικός, οὔτε πρὸς τῶν ἐκ τῆς Ἀσίης οὐδαμῶν. ἐπιμελὲς δὲ ὥς οἱ ἐγένετο, τῶν δορυφόρων τινὰς πέμπει κελεύων φυλάξαι ὅ τι χρήσεται τῷ ἵππῳἡ γυνή. 4 οἳ μὲν δὴ ὄπισθε εἵποντο• ἣ δὲ ἐπείτε ἀπίκετο ἐπὶ τὸν ποταμόν, ἦρσε τὸν ἵππον, ἄρσασα δὲ καὶ τὸ ἄγγος τοῦὕδατος ἐμπλησαμένη τὴν αὐτὴν ὁδὸν παρεξήιε, φέρουσα τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ ἐπέλκουσα ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον καὶ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Η ιστορία της υφαντικής αρχίζει από τη Νεολιθική εποχή. Οι βασικές υφαντικές ίνες ήταν το μαλλί και, κυρίως, το λινάρι.
Κατά τους μινωικούς χρόνους ξεχωριστή κατηγορία υφασμάτων αποτελούσαν τα πολύ λεπτά υφάσματα (αραχνοΰφαντα), όπως αυτά που απεικονίζονται σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης και της Θήρας. Στη Θήρα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τα φλοκωτά υφάσματα. Ο Πλίνιος περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο βαφής των κλωστών με φυτικές ουσίες.
Η υφαντική έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της κατά τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια. Η παραγωγή των μεταξωτών άρχισε όταν τον 6ο αιώνα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) έστειλε δυο καλόγερους στην κεντρική Ασία για να κηρύξουν τη χριστιανική θρησκεία και να μάθουν τα μυστικά της σηροτροφίας.
Τον 17ο και 18ο αιώνα ξεκίνησε η παραγωγή των πρώτων υλών (κόκκινα νήματα) και υφαντών που προορίζονταν για εμπόριο. Ενώ η υφαντική ως οικοτεχνία ήταν έργο των γυναικών, ως εργαστηριακή τέχνη απασχολούσε κυρίως τους άνδρες. Στα Αμπελάκια Θεσσαλίας το 1778 ιδρύθηκε ο πρώτος στον κόσμο συνεταιρισμός βαφής και κατεργασίας βαμβακιού, με υποκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη.
Η βιομηχανική ανάπτυξη στις χώρες της δυτικής Ευρώπης προκάλεσε ύφεση στην παραδοσιακή υφαντική. Σήμερα οι παραδοσιακές υφάντρες εξακολουθούν να υφαίνουν όχι από επιτακτική ανάγκη αλλά από αγάπη για την τέχνη.
Οι υφαντικές ύλες και η επεξεργασία τους
Ολοι κάπου έχουμε φυλαγμένο ένα χειροποίητο υφαντό φτιαγμένο από τα χέρια της γιαγιάς. Πως όμως κατασκευάστηκε; Πόσος κόπος, πόσος χρόνος, πόση υπομονή χρειάστηκε για να γίνει η πρώτη ύλη κλωστή, να βαφτεί από τα υλικά της φύσης και τέλος, να υφανθεί;
Οι υφαντικές ύλες διακρίνονται σε ζωικές και φυτικές. Στις ζωικές ανήκουν το μαλλί προβάτου ή τράγου και το μετάξι και στις φυτικές το βαμβάκι και το λινάρι. Η υφαντική ύλη που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι το μαλλί.
Το μαλλί Από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η κατεργασία του μαλλιού γινόταν με τον ίδιο τρόπο. Στην αρχαιότητα λεγόταν "ταλασιουργία" και περιελάμβανε τα εξής στάδια: "πλύσιν" (πλύσιμο), "ξάνσιν" (ξύσιμο) και "νύσιν" (γνέσιμο). Στα νεότερα χρόνια η κατεργασία περιλαμβάνει τα εξής στάδια: το πλύσιμο ή ζεμάτισμα, το λανσάρισμα και το γνέσιμο.
Από τις αρχές του Απριλίου έως τα μέσα του Ιουνίου κουρεύονται τα πρόβατα. Το πρώτο κούρεμα γινόταν στο στήθος και γύρω από την ουρά του ζώου και έδινε μαλλί δεύτερης ποιότητας. Από το μαλλί αυτό έφτιαχναν μάλλινα σεντόνια και λεπτά υφαντά. Το δεύτερο κούρεμα γινόταν στην πλάτη του ζώου και έδινε μαλλί πρώτης ποιότητας. Από αυτό έφτιαχναν κουβέρτες, φλοκάτες και χαλιά. Στη συνέχεια, οι γυναίκες συγκέντρωναν το μαλλί και το ζεμάτιζαν σε καζάνια, μετά το ξέβγαζαν με άφθονο κρύο νερό και το στέγνωναν στη σκιά, για να γίνει σκληρό. Οταν είχε πια στεγνώσει, το καθάριζαν από τυχόν αγκάθια ή ξυλαράκια και το επεξεργάζονταν στο λανάρι. Το λανάρι αποτελείται από τέσσερα σανίδια, που σχηματίζουν ένα παραλληλόγραμμο πλαίσιο. Στη μέση του επάνω σανιδιού του λαναριού είναι καρφωμένα κάθετα μεταλλικά "δόντια". Το μαλλί ξυνόταν στο λανάρι και γινόταν τούφες. Υστερα με τη ρόκα και το αδράχτι προχωρούσαν στο γνέσιμο, δηλαδή την κατασκευή της κλωστής.
Το μετάξι
Το μετάξι παράγεται από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα (είδος κάμπιας). Η εκτροφή του γινόταν από τα τέλη του Απριλίου έως τα μέσα του Ιουνίου. Οι μεταξοσκώληκες τοποθετούνται σε σκοτεινό μέρος σε μια επίπεδη επιφάνεια, όπου τρέφονται με φύλλα μουριάς. Επειτα από 40-50 μέρες αρχίζουν να πλέκουν ένα κουκούλι, το λεγόμενο βομβύκιο, γύρω από το σώμα τους. Υστερα από επτά μέρες οι μεταξοσκώληκες έχουν μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Τα κουκούλια ξεραίνονται στον ήλιο ή στο φούρνο προτού ακόμη οι πεταλούδες προλάβουν να τα τρυπήσουν. Στη συνέχεια, τα βράζουν για να μαλακώσει η μεταξοκλωστή. Καθώς η κλωστή μαλακώνει, η γυναίκα την τραβά με ένα διχαλωτό ξυλαράκι. Στη συνέχεια, η κλωστή τυλίγεται σε περιστρεφόμενα ανέμη.
Το βαμβάκι
Το βαμβάκι σπέρνεται την άνοιξη και συλλέγεται το φθινόπωρο. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα όλο το χειμώνα οι γυναίκες ασχολούνταν με το καθάρισμα της ίνας του βαμβακιού από τους σπόρους του. Γι'αυτό χρησιμοποιούσαν ένα ειδικό εργαλείο, το μαγκάνι. Οταν πλέον το βαμβάκι ήταν καθαρό από σπόρους, ακολουθούσε η διαδικασία του "κοψίματος" του με το δοξάρι, που αντιστοιχεί στη διαδικασία του λαναρίσματος του μαλλιού. Στη συνέχεια, τούφες άσπρου πουπουλένιου βαμβακιού γίνονταν κλωστή με τη ρόκα και το αδράχτι.
Το λινάρι
Ως υφαντική ίνα χρησιμοποιείται από τη Νεολιθική περίοδο. Βγαίνει από το φυτό Linun sp. Η κοπιαστική επεξεργασία του περιγράφηκε με ακρίβεια από τη λαϊκή παροιμία "Πέρασε του λιναριού τα πάθη", που λέγεται για τον άνθρωπο που υπέφερε πολύ κατά τη διάρκεια της ζωής του. Εφόσον οι γυναίκες μάζευαν το λινάρι, το έδεναν σε δέσμες, τις οποίες χτυπούσαν με έναν κόπανο για να πέσει ένας σπόρος. Στη συνέχεια, έκοβαν τις τούφες και τις ρίζες τους. Εβαζαν τις δέσμες μέσα σε νερό για τέσσερις έως πέντε μέρες, για να μαλακώσουν τα στελέχη και να γίνουν σαθρά. Οταν τις έβγαζαν από το νερό, τις άφηναν να στεγνώσουν στον ήλιο. Επειτα έπαιρναν την κάθε δέσμη και την τοποθετούσαν σε ειδικό εργαλείο με εγκοπές, ώστε να σπάσουν το βλαστό του λιναριού και να μείνουν καθαρές οι ίνες. Ακολουθούσε το λανάρισμα και τέλος, το γνέσιμο της κλωστής.
Η βαφή των νημάτων
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα τα μόνα χρώματα που χρησιμοποιούνταν στην υφαντική ήταν παρμένα από τη φύση. Τα χρώματα αυτά δεν είναι "καθαρά" αλλά αποτελούν μείγματα χρωμάτων, μερικά από τα οποία είναι οξειδωμένοι τύποι των καθαρών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι τα χρώματα δεν είναι έντονα, όπως τα τεχνητά, αλλά επιτυγχάνουν αρμονικούς χρωματικούς συνδυασμούς. Η επιλογή των χρωμάτων από την υφάντρα εξαρτιόταν από τα τοπικά φυτικά είδη που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βαφικά και από τις γνώσεις συνταγών βαφής.
Ωστόσο, σήμερα τα περισσότερα από τα φυτικά χρώματα έχουν αντικατασταθεί ή συνδυαστεί με τα τεχνητά της ανιλίνης, τα οποία δεν απαιτούν τη χρονοβόρα επεξεργασία των φυτικών.
Η διαδικασία της βαφής
Πριν βαφεί, η υφαντική ύλη περνούσε από μια ειδική επεξεργασία, την πρόστυψη, που περιλάμβανε το πλύσιμο με διάλυση στύψης (διπλό θειικό άλας του αργιλίου και του καλίου). Αφού τη στράγγιζαν, την έβαφαν σε βραστό νερό που περιείχε τα φυτά τα οποία θα έδιναν το ανάλογο χρώμα.
Τα χρώματα
1. Το κόκκινο
Το αγαπημένο χρώμα των υφάντρων ήταν το κόκκινο. Γι'αυτό χρησιμοποιούσαν:
- Το πρινοκούκκι ή κερμέζ, ένα έντομο ως παράσιτο πάνω στο πουρνάρι.
- Τη ρίζα του φυτού ερυθρόδανου (Rubia sp) γνωστή ως ριζάρι.
- Το φυτό κρόκος (Crocus spp)
2. Tο μαύρο
Δεύτερο σε προτιμήσεις έρχεται το μαύρο χρώμα. Μαύρο έβαφαν με:
- Το ξύλο του σκλήθρου
- Το φλοιό της φτελιάς
- Τα φύλλα και το φλοιό της βελανιδιάς
- Το φλοιό της μελιάς
3. Το κίτρινο
Κίτρινο έβαφαν με:
- Τα φύλλα της μουριάς
- Τα φύλλα της αμυγδαλιάς
4. Το χρώμα του σάπιου μήλου
Το χρώμα του σάπιου μήλου το πετύχαιναν με:
- Τα φύλλα της καρυδιάς
- Το φλοιό της άγριας μηλιάς
- Τις φλούδες των ξερών κρεμμυδιών
5. Το πράσινο
- Πράσινο έβαφαν με το φυτό λαδανιά (Cistus sp) και συνδυασμούς διαφόρων φυτών.
6. Το καφέ
Καφέ έβαζαν με:
- Τις πράσινες φλούδες καρυδιών
- Το φλοιό του πεύκου
7. Το γαλάζιο
- Γαλάζιο έβαφαν με το λουλάκι (τροπικό ινδικό φυτό)
Για τη σταθεροποίηση των χρωμάτων γινόταν το τελικό λουτρό των βαμμένων νημάτων σε διάλυση στύψης. Μετά το στέγνωμα, το νήμα ήταν έτοιμο για να υφανθεί στον αργαλειό.
Ο αργαλειός και η ύφανση
Στη νεότερη Ελλάδα υπάρχουν τρεις τύποι αργαλειού: ο πλαγιαστός ή καθιστός, ο όρθιος και ο αργαλειός του λάκκου. Ο πλαγιαστός ή καθιστός είναι ο πιο συνηθισμένος. Αποτελείται από τέσσερα κάθετα ξύλα που συνδέονται μεταξύ τους με τέσσερις σανίδες χαμηλά και τέσσερις σανίδες στην κορυφή. Στο ορθογώνιο αυτό σύστημα στερεώνονται τα στημόνια, ανάμεσα από τα οποία περνούσαν με τη σαΐτα τα υφάδια.
Ο όρθιος αργαλειός τοποθετείται κάθετα στο χώμα και η ύφανση γίνεται από κάτω προς τα πάνω. Ο αργαλειός του λάκκου είναι ένας είδος πλαγιαστού αργαλειού που τοποθετείται στο χώμα. Τα πόδια της υφάντρας κινούνται μέσα σε έναν λάκκο.
Η προετοιμασία του αργαλειού για την ύφανση
Μετά το γνέσιμο και τη βαφή του μαλλιού, ακολουθεί το "ντύσιμο" του αργαλειού με τα νήματα για την ύφανση. Κατά μήκος του αργαλειού στερεώνεται το στημόνι, τεντωμένες κλωστές με τις οποίες θα διασταυρωθεί κάθετα το υφάδι τυλιγμένο στη σαΐτα για την ύφανση.
Το υφάδι μπαίνει στη σαΐτα και ακολουθεί η διαδικασία του διασίματος για την προετοιμασία του στημονιού. Με το διάσιμο ρυθμίζεται το μήκος του στημονιού, σύμφωνα με το μάκρος του υφάσματος που πρόκειται να υφανθεί. Στη συνέχεια ακολουθεί το τύλιγμα του στημονιού στο πίσω αντί του αργαλειού, το πέρασμα του στα μιτάρια, και τέλος στο χτένι. Από το χτένι οι κλωστές του στημονιού θα στερεωθούν στο μπροστινό αντί όπου και θα τυλίγεται το έτοιμο ύφασμα. Ακολουθεί η ένωση των μιταριών με τις πατήτρες και ο αργαλειός είναι έτοιμος για να αρχίσει η ύφανση.
Η διακόσμηση των υφαντών
Τα υφαντά χωρίζονται στα ριγωτά, με πλατιές ή λεπτές ρίγες, και στα κεντητά ή ξομπλιαστά, με γεωμετρικά σχέδια ή θέματα παρμένα από τη φύση. Τα κεντητά υφαντά είναι περίτεχνα, αφού η υφάντρα κρατά στα χέρια της κουβαράκια διαφορετικών χρωμάτων και, σαν να κεντά, τα εναλλάσσει για να δημιουργηθούν τα σχέδια της.
Κατά τους μινωικούς χρόνους ξεχωριστή κατηγορία υφασμάτων αποτελούσαν τα πολύ λεπτά υφάσματα (αραχνοΰφαντα), όπως αυτά που απεικονίζονται σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης και της Θήρας. Στη Θήρα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τα φλοκωτά υφάσματα. Ο Πλίνιος περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο βαφής των κλωστών με φυτικές ουσίες.
Η υφαντική έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της κατά τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια. Η παραγωγή των μεταξωτών άρχισε όταν τον 6ο αιώνα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) έστειλε δυο καλόγερους στην κεντρική Ασία για να κηρύξουν τη χριστιανική θρησκεία και να μάθουν τα μυστικά της σηροτροφίας.
Τον 17ο και 18ο αιώνα ξεκίνησε η παραγωγή των πρώτων υλών (κόκκινα νήματα) και υφαντών που προορίζονταν για εμπόριο. Ενώ η υφαντική ως οικοτεχνία ήταν έργο των γυναικών, ως εργαστηριακή τέχνη απασχολούσε κυρίως τους άνδρες. Στα Αμπελάκια Θεσσαλίας το 1778 ιδρύθηκε ο πρώτος στον κόσμο συνεταιρισμός βαφής και κατεργασίας βαμβακιού, με υποκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη.
Η βιομηχανική ανάπτυξη στις χώρες της δυτικής Ευρώπης προκάλεσε ύφεση στην παραδοσιακή υφαντική. Σήμερα οι παραδοσιακές υφάντρες εξακολουθούν να υφαίνουν όχι από επιτακτική ανάγκη αλλά από αγάπη για την τέχνη.
Οι υφαντικές ύλες και η επεξεργασία τους
Ολοι κάπου έχουμε φυλαγμένο ένα χειροποίητο υφαντό φτιαγμένο από τα χέρια της γιαγιάς. Πως όμως κατασκευάστηκε; Πόσος κόπος, πόσος χρόνος, πόση υπομονή χρειάστηκε για να γίνει η πρώτη ύλη κλωστή, να βαφτεί από τα υλικά της φύσης και τέλος, να υφανθεί;
Οι υφαντικές ύλες διακρίνονται σε ζωικές και φυτικές. Στις ζωικές ανήκουν το μαλλί προβάτου ή τράγου και το μετάξι και στις φυτικές το βαμβάκι και το λινάρι. Η υφαντική ύλη που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι το μαλλί.
Το μαλλί Από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η κατεργασία του μαλλιού γινόταν με τον ίδιο τρόπο. Στην αρχαιότητα λεγόταν "ταλασιουργία" και περιελάμβανε τα εξής στάδια: "πλύσιν" (πλύσιμο), "ξάνσιν" (ξύσιμο) και "νύσιν" (γνέσιμο). Στα νεότερα χρόνια η κατεργασία περιλαμβάνει τα εξής στάδια: το πλύσιμο ή ζεμάτισμα, το λανσάρισμα και το γνέσιμο.
Από τις αρχές του Απριλίου έως τα μέσα του Ιουνίου κουρεύονται τα πρόβατα. Το πρώτο κούρεμα γινόταν στο στήθος και γύρω από την ουρά του ζώου και έδινε μαλλί δεύτερης ποιότητας. Από το μαλλί αυτό έφτιαχναν μάλλινα σεντόνια και λεπτά υφαντά. Το δεύτερο κούρεμα γινόταν στην πλάτη του ζώου και έδινε μαλλί πρώτης ποιότητας. Από αυτό έφτιαχναν κουβέρτες, φλοκάτες και χαλιά. Στη συνέχεια, οι γυναίκες συγκέντρωναν το μαλλί και το ζεμάτιζαν σε καζάνια, μετά το ξέβγαζαν με άφθονο κρύο νερό και το στέγνωναν στη σκιά, για να γίνει σκληρό. Οταν είχε πια στεγνώσει, το καθάριζαν από τυχόν αγκάθια ή ξυλαράκια και το επεξεργάζονταν στο λανάρι. Το λανάρι αποτελείται από τέσσερα σανίδια, που σχηματίζουν ένα παραλληλόγραμμο πλαίσιο. Στη μέση του επάνω σανιδιού του λαναριού είναι καρφωμένα κάθετα μεταλλικά "δόντια". Το μαλλί ξυνόταν στο λανάρι και γινόταν τούφες. Υστερα με τη ρόκα και το αδράχτι προχωρούσαν στο γνέσιμο, δηλαδή την κατασκευή της κλωστής.
Το μετάξι
Το μετάξι παράγεται από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα (είδος κάμπιας). Η εκτροφή του γινόταν από τα τέλη του Απριλίου έως τα μέσα του Ιουνίου. Οι μεταξοσκώληκες τοποθετούνται σε σκοτεινό μέρος σε μια επίπεδη επιφάνεια, όπου τρέφονται με φύλλα μουριάς. Επειτα από 40-50 μέρες αρχίζουν να πλέκουν ένα κουκούλι, το λεγόμενο βομβύκιο, γύρω από το σώμα τους. Υστερα από επτά μέρες οι μεταξοσκώληκες έχουν μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Τα κουκούλια ξεραίνονται στον ήλιο ή στο φούρνο προτού ακόμη οι πεταλούδες προλάβουν να τα τρυπήσουν. Στη συνέχεια, τα βράζουν για να μαλακώσει η μεταξοκλωστή. Καθώς η κλωστή μαλακώνει, η γυναίκα την τραβά με ένα διχαλωτό ξυλαράκι. Στη συνέχεια, η κλωστή τυλίγεται σε περιστρεφόμενα ανέμη.
Το βαμβάκι
Το βαμβάκι σπέρνεται την άνοιξη και συλλέγεται το φθινόπωρο. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα όλο το χειμώνα οι γυναίκες ασχολούνταν με το καθάρισμα της ίνας του βαμβακιού από τους σπόρους του. Γι'αυτό χρησιμοποιούσαν ένα ειδικό εργαλείο, το μαγκάνι. Οταν πλέον το βαμβάκι ήταν καθαρό από σπόρους, ακολουθούσε η διαδικασία του "κοψίματος" του με το δοξάρι, που αντιστοιχεί στη διαδικασία του λαναρίσματος του μαλλιού. Στη συνέχεια, τούφες άσπρου πουπουλένιου βαμβακιού γίνονταν κλωστή με τη ρόκα και το αδράχτι.
Το λινάρι
Ως υφαντική ίνα χρησιμοποιείται από τη Νεολιθική περίοδο. Βγαίνει από το φυτό Linun sp. Η κοπιαστική επεξεργασία του περιγράφηκε με ακρίβεια από τη λαϊκή παροιμία "Πέρασε του λιναριού τα πάθη", που λέγεται για τον άνθρωπο που υπέφερε πολύ κατά τη διάρκεια της ζωής του. Εφόσον οι γυναίκες μάζευαν το λινάρι, το έδεναν σε δέσμες, τις οποίες χτυπούσαν με έναν κόπανο για να πέσει ένας σπόρος. Στη συνέχεια, έκοβαν τις τούφες και τις ρίζες τους. Εβαζαν τις δέσμες μέσα σε νερό για τέσσερις έως πέντε μέρες, για να μαλακώσουν τα στελέχη και να γίνουν σαθρά. Οταν τις έβγαζαν από το νερό, τις άφηναν να στεγνώσουν στον ήλιο. Επειτα έπαιρναν την κάθε δέσμη και την τοποθετούσαν σε ειδικό εργαλείο με εγκοπές, ώστε να σπάσουν το βλαστό του λιναριού και να μείνουν καθαρές οι ίνες. Ακολουθούσε το λανάρισμα και τέλος, το γνέσιμο της κλωστής.
Η βαφή των νημάτων
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα τα μόνα χρώματα που χρησιμοποιούνταν στην υφαντική ήταν παρμένα από τη φύση. Τα χρώματα αυτά δεν είναι "καθαρά" αλλά αποτελούν μείγματα χρωμάτων, μερικά από τα οποία είναι οξειδωμένοι τύποι των καθαρών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι τα χρώματα δεν είναι έντονα, όπως τα τεχνητά, αλλά επιτυγχάνουν αρμονικούς χρωματικούς συνδυασμούς. Η επιλογή των χρωμάτων από την υφάντρα εξαρτιόταν από τα τοπικά φυτικά είδη που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βαφικά και από τις γνώσεις συνταγών βαφής.
Ωστόσο, σήμερα τα περισσότερα από τα φυτικά χρώματα έχουν αντικατασταθεί ή συνδυαστεί με τα τεχνητά της ανιλίνης, τα οποία δεν απαιτούν τη χρονοβόρα επεξεργασία των φυτικών.
Η διαδικασία της βαφής
Πριν βαφεί, η υφαντική ύλη περνούσε από μια ειδική επεξεργασία, την πρόστυψη, που περιλάμβανε το πλύσιμο με διάλυση στύψης (διπλό θειικό άλας του αργιλίου και του καλίου). Αφού τη στράγγιζαν, την έβαφαν σε βραστό νερό που περιείχε τα φυτά τα οποία θα έδιναν το ανάλογο χρώμα.
Τα χρώματα
1. Το κόκκινο
Το αγαπημένο χρώμα των υφάντρων ήταν το κόκκινο. Γι'αυτό χρησιμοποιούσαν:
- Το πρινοκούκκι ή κερμέζ, ένα έντομο ως παράσιτο πάνω στο πουρνάρι.
- Τη ρίζα του φυτού ερυθρόδανου (Rubia sp) γνωστή ως ριζάρι.
- Το φυτό κρόκος (Crocus spp)
2. Tο μαύρο
Δεύτερο σε προτιμήσεις έρχεται το μαύρο χρώμα. Μαύρο έβαφαν με:
- Το ξύλο του σκλήθρου
- Το φλοιό της φτελιάς
- Τα φύλλα και το φλοιό της βελανιδιάς
- Το φλοιό της μελιάς
3. Το κίτρινο
Κίτρινο έβαφαν με:
- Τα φύλλα της μουριάς
- Τα φύλλα της αμυγδαλιάς
4. Το χρώμα του σάπιου μήλου
Το χρώμα του σάπιου μήλου το πετύχαιναν με:
- Τα φύλλα της καρυδιάς
- Το φλοιό της άγριας μηλιάς
- Τις φλούδες των ξερών κρεμμυδιών
5. Το πράσινο
- Πράσινο έβαφαν με το φυτό λαδανιά (Cistus sp) και συνδυασμούς διαφόρων φυτών.
6. Το καφέ
Καφέ έβαζαν με:
- Τις πράσινες φλούδες καρυδιών
- Το φλοιό του πεύκου
7. Το γαλάζιο
- Γαλάζιο έβαφαν με το λουλάκι (τροπικό ινδικό φυτό)
Για τη σταθεροποίηση των χρωμάτων γινόταν το τελικό λουτρό των βαμμένων νημάτων σε διάλυση στύψης. Μετά το στέγνωμα, το νήμα ήταν έτοιμο για να υφανθεί στον αργαλειό.
Ο αργαλειός και η ύφανση
Στη νεότερη Ελλάδα υπάρχουν τρεις τύποι αργαλειού: ο πλαγιαστός ή καθιστός, ο όρθιος και ο αργαλειός του λάκκου. Ο πλαγιαστός ή καθιστός είναι ο πιο συνηθισμένος. Αποτελείται από τέσσερα κάθετα ξύλα που συνδέονται μεταξύ τους με τέσσερις σανίδες χαμηλά και τέσσερις σανίδες στην κορυφή. Στο ορθογώνιο αυτό σύστημα στερεώνονται τα στημόνια, ανάμεσα από τα οποία περνούσαν με τη σαΐτα τα υφάδια.
Ο όρθιος αργαλειός τοποθετείται κάθετα στο χώμα και η ύφανση γίνεται από κάτω προς τα πάνω. Ο αργαλειός του λάκκου είναι ένας είδος πλαγιαστού αργαλειού που τοποθετείται στο χώμα. Τα πόδια της υφάντρας κινούνται μέσα σε έναν λάκκο.
Η προετοιμασία του αργαλειού για την ύφανση
Μετά το γνέσιμο και τη βαφή του μαλλιού, ακολουθεί το "ντύσιμο" του αργαλειού με τα νήματα για την ύφανση. Κατά μήκος του αργαλειού στερεώνεται το στημόνι, τεντωμένες κλωστές με τις οποίες θα διασταυρωθεί κάθετα το υφάδι τυλιγμένο στη σαΐτα για την ύφανση.
Το υφάδι μπαίνει στη σαΐτα και ακολουθεί η διαδικασία του διασίματος για την προετοιμασία του στημονιού. Με το διάσιμο ρυθμίζεται το μήκος του στημονιού, σύμφωνα με το μάκρος του υφάσματος που πρόκειται να υφανθεί. Στη συνέχεια ακολουθεί το τύλιγμα του στημονιού στο πίσω αντί του αργαλειού, το πέρασμα του στα μιτάρια, και τέλος στο χτένι. Από το χτένι οι κλωστές του στημονιού θα στερεωθούν στο μπροστινό αντί όπου και θα τυλίγεται το έτοιμο ύφασμα. Ακολουθεί η ένωση των μιταριών με τις πατήτρες και ο αργαλειός είναι έτοιμος για να αρχίσει η ύφανση.
Η διακόσμηση των υφαντών
Τα υφαντά χωρίζονται στα ριγωτά, με πλατιές ή λεπτές ρίγες, και στα κεντητά ή ξομπλιαστά, με γεωμετρικά σχέδια ή θέματα παρμένα από τη φύση. Τα κεντητά υφαντά είναι περίτεχνα, αφού η υφάντρα κρατά στα χέρια της κουβαράκια διαφορετικών χρωμάτων και, σαν να κεντά, τα εναλλάσσει για να δημιουργηθούν τα σχέδια της.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου