γαβριάς ο [γavriás] Ο1 : (σπάν.) έξυπνο και χαριτωμένο αλητάκι· (πρβ. χαμίνι).
[λόγ. < γαλλ. gavroche < ανθρωπων. Gavroche (ήρωας των Aθλίων του V. Hugo), με παρετυμ. προς το αρχ. γαυριῶ `έχω περήφανο ύφος, σκιρτάω σαν πουλάρι΄]
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B3%CE%B1%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%AC%CF%82&dq
--------------------------------------
--------------------------------------
Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό
La liberté guidant le peuple
Ferdinand Victor Eugène Delacroix
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου