Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Αγραμάδες



Νότια του Παλαιοχωρίου κατά μήκος του ποταμού Χαβρία στις παρυφές ενός λόφου (δεξιά του δρόμου Παλαιοχώρι - Μεγάλη Παναγία λίγο πριν την διασταύρωση για Σκουριές) υπάρχει και η τοποθεσία Αγραμάδες. 

"Το Ιστορικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών γράφει « Η αγραμαδα στο Παγγαίο και την Χαλκιδική, εκ του Ενετικού agramam = κροσσωτόν Σημαίνει στο Παγγαίο περίβολος αγρού, κήπου, οικία κλπ ενώ στην Χαλκιδική = σωρός μικρών λίθων.»
Στο Βουλγάρικο ετυμολογικό λεξικό αναφέρεται « grămadă = μεγάλος σωρός αλλά και φραγμένο μέρος σε ποτάμια, όπου τον χειμώνα ψαρεύουν. Συναντάται και ως Τοπωνύμιο. Η λέξη υπάρχει σε όλες τις σλαβικές γλώσσες και στα ρουμάνια, αλβανικά και ελληνικά». "

Αυτοί οι λιθοσωροί μας δείχνουν την εκμετάλλευση παλιών επιφανειακών χρυσοφόρων στρωμάτων στην αρχαία εποχή - οι αρχαίοι χρυσοθήρες μετακινούσαν τις πέτρες σε κοίτες χειμάρρων ώστε να αποκαλυφθούν καινούριες φλέβες χρυσού.
Επίσης εκεί κοντά στην τοποθεσία "Ξενάριος" υπάρχει και η εγκατάσταση του "πλυντηρίου" χαλκού των δεκαετιών του 1950 - 1960.

"Στην Χαλκιδική παντού όπου υπάρχουν αγραμάδες χρυσοπλυσιών κάπου πολύ κοντά υπάρχει και (τουλάχιστον) ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος" ... "Υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι μαλαματαραίοι (κοσκίνιζαν την άμμο για χρυσό - χρυσοπλύστρες) έρχονται για εργασία στην Χαλκιδική κατά την Τουρκοκρατία"








 



Έκθεση: ο Χρυσός των Μακεδόνων, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης 
https://www.amth.gr/exhibitions/permanent-exhibitions/o-hrysos-ton-makedonon

και στο

✅ Τεχνολογία-Τεύχος 7 (1994)

Το περιοδικό Τεχνολογία, το ετήσιο δελτίο του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, εκδίδονταν από το 1987 έως το 2001 μετρώντας συνολικά 11 τεύχη.
Επικεντρωνόταν σε ζητήματα τεχνολογίας και βιομηχανικής αρχαιολογίας, ενώ παρείχε ενημέρωση σχετικά με τη δημιουργία και τη διαχείριση μουσείων και την οργάνωση συναφών επιστημονικών εκδηλώσεων.
Όλα τα τεύχη του περιοδικού έχουν εξαντληθεί και για το λόγο αυτό έχουν ψηφιοποιηθεί και διατίθενται ηλεκτρονικά από το ιστοχώρο του Ιδρύματος.




Στο Ιωακείμ Παπαγγελος, Αγραμάδες και Προσχωματικός Χρυσός, Τεχνολογία Τεύχος 7, Τράπεζα Πειραιώς, 1994, σελ 52-54, https://issuu.com/piop_media2008/docs/technology_7

/*/


1 σχόλιο:

  1. Ο κασσίτερος (λατινικά: stannum, αγγλικά: tin) είναι το χημικό στοιχείο με χημικό σύμβολο Sn.

    Η εξόρυξη και η χρήση κασσιτέρου χρονολογείται από την αρχή της Εποχής του Ορείχαλκου, γύρω στο 3.000 π.Χ, όταν παρατηρήθηκε ότι χάλκινα αντικείμενα που κατασκευάζονταν από πολυμεταλλικά ορυκτά, με διαφορετική αναλογία μεταλλικών συστατικών, έχουν διαφορετικές φυσικές ιδιότητες[3]. Τα πρωιμότερα μπρούτζινα αντικείμενα περιείχαν κασσίτερο ή αρσενικό (As) σε περιεκτικότητα λιγότερο από 2% και γι' αυτό πιστεύεται ότι αυτό συνέβαινε με τη μη σκόπιμη δημιουργία κραμάτων, από κοιτάσματα ορυκτών χαλκού, που απλά περιείχαν τα άλλα μέταλλα ως προσμείξεις[4]. Η προσθήκη ενός δεύτερου μετάλλου στο χαλκό, αύξανε τη σκληρότητά του, ταπείνωνε τη θερμοκρασία τήξης του, και βελτίωνε διεργασία χύτευσης παράγοντας ένα πιο ρευστοποιημένο τήγμα, και τελικά, μετά την ψύξη του, παρήγαγε ένα πιο πυκνό και λιγότερο σπογγώδες μέταλλο[4]. Η κατανόηση ότι αυτό είναι δυνατό να γίνει με επίτηδες προσθήκη άλλου μετάλλου αποτέλεσε μια σημαντική εφεύρεση για την Εποχή του Ορείχαλκου που επέτρεψε την παραγωγή πολλών και πολυπλοκότερων σχημάτων χυτών προϊόντων από κλειστές συντεχνίες της εποχής. Τα αντικείμενα από αρσενιούχο μπρούτζο εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Εγγύς Ανατολή, όπου συνήθως το αρσενικό συνήθως συνυπάρχει σε κοιτάσματα με τα ορυκτά χαλκού, αλλά τα προβλήματα υγείας που εμφανίζονται με τη χρήση του δηλητηριώδους μεταλλοειδούς έγιναν σύντομα γνωστά με αποτέλεσμα να αναζητηθούν, από την πολύ πρώιμη Εποχή του Ορείχαλκου, πηγές προσμείξεων χαλκού με τον πολύ λιγότερο επικίνδυνο κασσίτερο[5]. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ζήτησης του σπάνιου και συνεπώς επικερδούς εμπορίου από τις σχετικά μακρινές πηγές εξόρυξής του (Ιταλία, Πορτογαλία, Βορειοδυτική Γαλλία, Βρετανία και Βορειοανατολική Γερμανία) στις (τότε) ανεπτυγμένες οικονομικά και πολιτιστικά αγορές (της Αιγύπτου, της Μεσοποταμίας, των Ανατολικών ακτών της Μεσογείου, της Ανατολίας και της Ελλάδας).το αρχαιότερο εύρημα κασσιτέρου στόν κόσμο,βρέθηκε σε ναυάγιο αρχαίου πλοίου στά παράλια της Σμύρνης[6].

    Ο κασσιτερίτης, δηλαδή το διοξείδιο του κασσιτέρου (SnO2), ήταν πιθανότατα και κατά την Αρχαιότητα η κύρια πηγή κασσιτέρου. Άλλες μορφές ορυκτών κασσιτέρου, δηλαδή σουλφίδια όπως ο σταννίτης, είναι λιγότερο άφθονες και απαιτούν πιο πολύπλοκη διεργασία εξόρυξης. Ο κασσιτερίτης συχνά συσσωρεύεται σε αλλουβιανά κανάλια, εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι σκληρότερα, βαρύτερα και με μεγαλύτερη χημική αντίσταση από τον γρανίτη μέσα στον οποίο τυπικά σχηματίζεται[7]. Αυτά τα κοιτάσματα μπορούν εύκολα να βρεθούν σε όχθες ποταμών, όπου ο κασσιτερίτης είναι συνήθως μαύρος, μωβ ή έχει άλλο σκοτεινό χρώμα, γνωρίσματα που έψαχναν οι μεταλλωρύχοι της πρώιμης Εποχής του Ορείχαλκου. Είναι πιθανό τα πρώιμα αυτά κοιτάσματα να ήταν αλλουβιανά στη φύση, και ίσως να εξορύσσονταν με τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούνταν για την εξόρυξη χρυσού (Au) από παρόμοια κοιτάσματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή