Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Τίτλος : Η έννοια της ελευθερίας στον Νίκο ΚαζαντζάκηΧ.-Δ. Γουνελάς  (Αναπληρωτής Καθηγητής, Α.Π.Θ.)email: gounelas@lit.auth.gr

              Τον Καζαντζάκη δεν φαίνεται να το ενδιαφέρει το σύνολο ή η κοινότητα μιας ομάδας ατόμων, αλλά το αντίθετο, φαίνεται να τον ενδιαφέρει το άτομο.  Επίσης η λέξη “ελευθερία” για τον Καζαντζάκη παρουσιάζεται να είναι συνώνυμη με τη λέξη “λύτρωση”.   Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ένα νόημα στο ουσιώδες ερώτημα του τι είναι ελευθερία ή τι λύτρωση, όταν αυτές οι λέξεις ανάγουν σε κατιτί το τελείως ατομικό; Σε σχέση με αυτή την συγκεκριμένη προσύλωση του Καζαντζάκη στο άτομο μπορούμε να εντάξουμε και την έννοια “ασυμβίβαστος” που του προσάπτει η δεύτερή του σύζυγος Ελένη Σαμίου.  Ο ίδιος ομολογεί στον Πρεβελάκη το 1941 πως “δεν υπάρχει καθεστώς που να με δέχεται [και ] πολύ σωστά αφού δεν υπάρχει καθεστώς που ν’ ανέχουμαι” (βλ. Peter Bien, Η πολιτική του πνεύματος, 218).  Στην Ασκητική μας δίνει μια επιπλέον εξήγηση, τονίζοντας ότι το άτομο στέκεται από μόνο του και χαρακτηριστικά μας λέει:
             Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της ΄Αβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους• καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύθερος.  (Ασκητική, 96)
             Δηλαδή, η λύτρωση είναι το αποτέλεσμα  μόνο όταν φτάνει το άτομο στην απόλυτη ελευθερία.   Και πάλι αναρωτιέται κανείς πώς θα μπορούσε να προσδιοριστεί τι είναι απόλυτη ελευθερία στο ατομικό επίπεδο.  Μας λέει, λοιπόν, ότι η ελευθερία σχετίζεται με τη λύτρωση και η λύτρωση δεν έρχεται ως κατιτί το αντικειμενικό, ως ανταμοιβή απ’ έξω.  Η λύτρωση και η ελευθερία φαίνεται να είναι εσωτερική υπόθεση του κάθε ατόμου και μόνο υποκειμενικά αντιμετωπίζεται.
             Αυτή η υπεράσπιση της ατομικότητας που βρίσκουμε στον Καζαντζάκη επεκτείνεται και στον τρόπο που διανοείται.  Η σκέψη του, αναμφισβήτητα, δεν ταξινομείται εύκολα και δεν προσδιορίζεται συγκριτικά ή ορθολογικά.  Είναι ίσως λάθος να ζητούμε να προσδώσουμε στον Καζαντζάκη μια ιδιότητα, συγκρίνοντάς τον με κάποιον άλλο και αν ακόμη γνωρίζουμε ότι έχει εκφράσει το θαυμασμό του ιδιαίτερα για τους Πλάτωνα, Νίτσε και Μπερξόν.  Η περίπτωση Καζαντζάκη κοιταγμένη στο σύνολο της μας πείθει ότι πρόκειται για έναν ασυμβίβαστο, έναν καινοτόμο διανοητή, ο οποίος διαβάζει ευρέως και ο οποίος αναζητά από μια συμπαντική οπτική να βρει την αυθεντική θέση της ύπαρξής του.  Δεν είναι ανεμοδείκτης, απλώς είναι ανοιχτός και ψάχνει για την αλήθεια και την πρωταρχική αιτία με έναν τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ατομοκεντρικά αναζητά τη λύτρωση, τη λύτρωση του ίδιου του εαυτού του από μια πρακτική, αλλά ταυτόχρονα και μια φιλοσοφική σκοπιά.
              Εξάλλου αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση  ότι φιλόσοφος είναι  μόνο εκείνος που θέτει το ερώτημα στον εαυτό του και σκέφτεται από την αρχή σαν να είναι δική του υπόθεση το οποιοδήποτε θέμα.  Επομένως φιλόσοφος δεν είναι εκείνος που υιοθετεί, ή επαναλαμβάνει, ή σχολιάζει τα επιχειρήματα ενός άλλου.  Αυτός είναι συγκριτολόγος, κοινωνιολόγος, ή ιστορικός, αλλά όχι φιλόσοφος. Γι’ αυτό και ο Καζαντζάκης είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος και το έργο του διακλαδίζεται σε πληθώρα γνωστικών αντικειμένων (Θεολογία, Λαογραφία, Μυθολογία, Ιστορία) και στους χώρους αυτούς επενδύει στοχαζόμενος για λογαριασμό του.
              Αυτή η εστίαση στην ατομικότητα αντιστοιχεί σε μια  πάνω από όλα καλλιτεχνική αντιμετώπιση του κόσμου.  Ακόμη και στα ταξιδιωτικά του εύκολα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης  πως δεν επιδιώκει να γράψει ένα χρονικό ή να διαφημίσει τα μέρη που επισκέπτεται.  Μένει υποκειμενικός και αταξινόμητος και εκφράζει μόνο ό,τι τον συγκινεί από την Αλάμπρα στη Γρανάδα, ή από τη Ρωσσία,  ή από τον λαό της Κίνας κ.ο.κ.  Η λεπτότητα των παρατηρήσεων του και η προσωπική αυτή οπτική είναι συγκινητική. Τον Κινέζο, λόγου χάρη, στο πρώτο του ταξίδι στην Κίνα το 1935 τον βλέπει εξαθλιωμένο και πάμφτωχο να καλλιεργεί και να λιπαίνει τον  ορυζόνα με τις ίδιες του τις ακαθαρσίες.  Παράλληλα, όμως, περιγράφει  και τη συνήθεια μιας  υψηλής ηθικής που τρέφει ο Κινέζος, που για να τιμωρήσει τον εχθρό του πηγαίνει και αυτοκτονεί έξω από την πόρτα του εχθρού.
 Καταλήγω με το εξής συμπέρασμα, ότι τον Καζαντζάκη τον ενδιαφέρει το άτομο και όχι το σύνολο και ότι το νόημα της ελευθερίας στη δική του κατανόηση εμπλέκεται με την ατομική λύτρωση και με τη θέση να παραμείνει κανείς ασυμβίβαστος. Και τα λέω όλα αυτά, γιατί μέσες άκρες θα μπορούσε να πει κανείς ότι η έννοια της ελευθερίας δεν συμβιβάζεται  με ό,τι θα περιλάμβανε τη θέληση προς έναν  σκοπό, ή ό,τι θα προέρχονταν από μια  αιτία. Το νόημα της ελευθερίας, επομένως,  δεν ανήκει σε κανένα συγκριτικό κανόνα και δεν αποβλέπει γενικότερα στη βελτίωση της ζωής.  Είναι αυτονόητο, όπως ευρέως έχει σχολιαστεί στο χώρο της φιλοσοφίας, πως ό,τι έχει σκοπό και αιτία δεν μπορεί να θεωρηθεί ελευθερία και το νόημα της ελευθερίας στο ατομικό επίπεδο δεν μπορεί να προσδιοριστεί.  Οι απόψεις του John Stuart Mill,  του πλέον έγκυρου στοχαστή πάνω στο θέμα της ελευθερίας, είτε ως liberty, είτε ως freedom,   δίνονται με τα εξής δύο νοήματα:  ότι ελευθερία είναι η δύναμη που νόμιμα ασκείται από την κοινωνία επί του ατόμου, ή ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στα συμφέροντα των άλλων.  Είναι σαφές ότι ο φιλόσοφος αυτός αναφέρεται κυρίως στην κοινωνική δικαιοσύνη και όχι στην ελευθερία της θέλησης του ατόμου.  Το ίδιο και ο Πλάτωνας δεν μπορεί να δει το άτομο ξεχωριστά, παρά μόνο ως μέλος μιας κοινότητας. Ενώ ο Καζαντζάκης φαίνεται ότι κάνει το αντίθετο.
                
                                                         *****
              Το κατεξοχήν έργο περί ελευθερίας  του Καζαντζάκη είναι ο Καπετάν Μιχάλης, το οποίο φέρει τον υπότιτλο Ελευθερία ή θάνατος. Το μυθιστόρημα αυτό γράφεται  μεταξύ 1949 και 1951, χρόνια κρίσιμα για την Ελλάδα μετά από έναν τριετή εμφύλιο πόλεμο.  Φαίνεται να επέλεξε το θέμα αυτό σε σχέση με την κατοχή και τον εμφύλιο και έχουμε ενδείξεις για την προεργασία που είχε κάνει ώστε να οδηγηθεί τελικά να γράψει τον Καπετάν Μιχάλη.  Η πλοκή του μυθιστορήματος διαδραματίζεται σε μια άλλη εποχή, στα 1889, και αναφέρεται σε μια απόπειρα εξέγερσης στην Ανατολική Κρήτη.  ΄Οπως γνωρίζουμε η Κρήτη δοκιμαζόταν κάθε λίγο και λιγάκι με εξεγέρσεις, από τις οποίες οι πλέον σημαντικές το 19ο αιώνα και πριν τη χρονολογία  κατά την οποία διαδραματίζεται το μυθιστόρημα, είναι αυτές του 1821, 34, 41, 54, 66 και 78.
              Δεν θα περιγράψω το μυθιστόρημα, αλλά θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το πεζογράφημα αυτό εστιάζεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο σε ένα άτομο, τον Καπετάν Μιχάλη, που είναι έμπορας στον Χάντακα και αποτελεί το φόβο και τρόμο των Τούρκων και των δικών του.  Πρόκειται για το πρότυπο του Κρητικού οπλαρχηγού: χεροδύναμος, ολιγομίλητος, εγωιστής και πάνω απ’ όλα παθιασμένος.  Ο Καπετάν Μιχάλης γίνεται το σύμβολο για την Ελευθερία. Αλλά, εδώ, επιπροσθέτως μας λέει ο αφηγητής πως η ελευθερία ισοδυναμεί με μια πράξη, αλλά όχι αναγκαία οφελιμιστική. Εξυμνεί, με άλλα λόγια, την πράξη που παρακινείται από πάθος (δηλαδή, την πράξη που γίνεται από ένα γινάτι, σε στιγμή που ψηλώνει ο νους του ανθρώπου). Εξυμνεί τον εκδικητικό, τον γιό του Μανούσακα, τον Θεοδωρή, που σκότωσε τον Χουσεϊν σε αντίποινα, για το θάνατο του πατέρα του.  Εξυμνεί τον Τίτυρο, τον αδελφό του Καπετάν Μιχάλη που υπερέβει τη φυσική του αδυναμία και από δάσκαλος και καλαμαράς έγινε  παθιασμένος αντάρτης. Για τον Τίτυρο ο ίδιος ο πατέρας του (ο γέρο-Σήφακας) είχε πει “πολλά φτενός, πολλά λεβρός, ξεφυσίδι” (Καπετάν Μιχάλης, 192) και όμως το ξεφυσίδι έγινε μπροστάρης μαχητής, μάλλον όμως από μια διάθεση να τιμωρήσει τον εαυτό του που δέχτηκε να παντρευτεί και έγινε υποχείριο της γυναίκας του και του αδελφού της.  Εξυμνεί τον ανηψιό του Καπετάν Μιχάλη, τον Κοσμά, που παραγκώνισε τον έρωτά του για την Εβραία σύζυγό, που έχει αφήσει έγκυο,  και παράτολμα στέκεται να πεθάνει  στο πλευρό του θειού του, περισσότερο όμως από έναν εγωισμό παρά από μια επιθυμία να λευτερώσει την Κρήτη.
             Τι άραγε να είναι αυτή η ελευθερία όταν κάποιος κυριαρχείται από το πάθος, το οποίο του αφαιρεί τη λογική και εν μέρει τον τυφλώνει;  Αυτό ακριβώς διαπιστώνει ο αναγνώστης και στην απόφαση του γερο-Σήφακα να θέλει να μάθει γραφή στα εκατό του χρόνια, για να γράψει “Ελευθερία ή Θάνατος” στους τοίχους του χωριού, μέχρι που έπεσε από τη σκάλα  και σκοτώθηκε.
              Ελευθερία φαίνεται, εδώ στο μυθιστόρημα, να θέλει να πει να μην το βάζεις κάτω να μην δυστάζεις και να μη σκέφτεσαι – δηλαδή να πράτεις αυθόρμητα.  Αυτό που προέχει είναι η πράξη, γι’ αυτό και ο Καπετάν Μιχάλης παρουσιάζεται σαν αγρίμι στο τέλος έτοιμος να εκδράμει:
Μια στιγμή τα χείλια του, τα φρύδια του, τα μάτια του έπαιξαν• κοίταξε γύρα τους συντρόφους, κάτω την Τουρκιά, απάνω τον ακατοίκητο ουρανό. . . Ελευθερία ή θάνατος! Μουρμούρισε κουνώντας άγρια την κεφάλα του.  Ελευθερία ή θάνατος, ε  κακομοίρηδες Κρητικοί! Ελευθερία και θάνατος! Αυτό θα πρέπει να γράψω εγώ στο μπαϊράκι μου• αυτό είναι το αληθινό μπαϊράκι του κάθε αγωνιστή! Ελευθερία και θάνατος! Ελευθερία και θάνατος! (Καπετάν Μιχάλης, 488)
             Με αυτή την επανάληψη, “Ελευθερία και θάνατος”, σηματοδοτεί το νόημα της θυσίας και της λύτρωσης.  Και τελειώνει το μυθιστόρημα, έχοντας τον Καπετάν Μιχάλη να δέχεται πως αυτοί που επιζητούν το θάνατο (αν και παρουσιάζονται να βρίσκονται σαν σε μια τρέλα) είναι και οι μόνοι δικαιωμένοι, όπως μας λέει ο ίδιος ο Καπετάν Μιχάλης “οι κουζουλοί κάνουν την Κρήτη αθάνατη” (Καπετάν Μιχάλης, 490).  Και εδώ αναφέρεται στα επτά άτομα που παρέμειναν για να κρατήσουν το Τουρκικό ασκέρι.
             Αλλά αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που φαίνεται να υπονοείται εδώ, “επιζητώ το θάνατο”; Και τι εννοεί με το “κάνουν την Κρήτη αθάνατη”; Η απάντηση είναι ότι αψηφώ το θάνατο και τότε μόνο τον υπερβαίνω.  Βέβαια δεν τον υπερβαίνω για τον εαυτό μου, αφού βέβαια θα πεθάνω.  Το υπερφαλάγγισμα  του θανάτου, λοιπόν, ισοποσούται με την ελευθερία, η οποία καταχρηστικά συμβολίζεται σαν εγγύηση για την αθανασία της πατρίδας. Η έννοια της έκφρασης “καταχρηστικά συμβολίζεται” ανταποκρίνεται στο ότι είναι αδύνατον να προσδιοριστεί η Ελευθερία σε σχέση με το άτομο και μόνο μπορεί κανείς να τη συμβολίσει  σε ένα αφηρημένο επίπεδο με την Κρήτη ή την Πατρίδα.  Πώς θα μπορούσε να αποδείξει κανείς ότι είναι ελεύθερος: με τι στοιχεία, με τι σχήματα, με ποια γλώσσα, αφού όλα  αυτά τα μέσα σηματοδοτούν δέσμευση. Δεν θα ήταν ακραίος ο συλλογισμός ότι ετυμολογικά η λέξη “ελευθερία” συγγενεύει με τη λέξη “ελαύνω”, ή έχει τη σημασία του “αυξάνω”, ή “αναπτύσσομαι” καθώς και τη σημασία  “αυτού που μπορεί να έλθει”.  Υποφώσκει στο νόημα της επομένως το μη εκπληρωμένο, γιατί και το αναπτύσσομαι και το αυξάνω υποδηλώνουν κάτι που δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
             Φαίνεται, με άλλα λόγια, ότι το νόημα της πατρίδας σε σχέση με την ελευθερία είναι μια επίφαση.  Πατρίδα έτσι όπως την παρουσιάζει ο Καζαντζάκης είναι κατιτί το εικονικό, μια φαντασίωση.  Είναι ένα αφηρημένο ιδεολόγημα.  Αυτό που συνιστά την πραγματικότητα είναι το άτομο και το πάθος του.  Πραγματικότητα είναι ο Καπετάν Μιχάλης, ο οποίος  από τη μια κρασοκατάνοιξη οδηγείται στην άλλη, και από σωτήρας της Εμινέ, της Κερκέζας, γίνεται ο δολοφόνος της. Τη σκότωσε για να απαλαχθεί από την επιθυμία, αφού πρώτα την έχει σώσει από τα χέρια του Αγά Νουρή που θέλει να την τιμωρήσει, γιατί τον είχε απατήσει με τον Καπετάν Πολυξίγκη.
             Η Ελευθερία είναι μάλλον η λύτρωση του ατόμου, και με αυτό εννοεί ότι είναι η λύτρωση από τα πάθη μας.  Πότε άραγε λυτρωνόμαστε από τα πάθη μας; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα από τον Καζαντζάκη φαίνεται να είναι η εξής: Να κάνει κανείς τη απώτερη πράξη.  Μόνο με τον θάνατο απελευθερώνεται κανείς, γιατί απαλλάσσεται πάνω απ’ όλα από τον ίδιο τον εαυτό του.  Το μυθιστόρημα τελειώνει με την ακόλουθη σκηνή:
           ΄Απλωσε ο καπετάν Μιχάλης το χέρι, άρπαξε από τα μαλλιά, ανάερα, το σφαμένο κεφάλι, [του ανηψιού του Κοσμά]. Το σήκωσε αψηλά, σαν μπαϊράκι, άγρια λάμψη περίχυσε το πρόσωπό του.  Χαρά ‘ταν ετούτη απάνθρωπη, περφάνια, πείσμα θεοτικό για καταφρόνια του θανάτου; Για αγάπη για την Κρήτη αβάσταχτη; Ο καπετάν Μιχάλης σήκωσε αψηλά το σφαμένο κεφάλι, άνοιξε το στόμα, φώναξε:
- Ελευθερία ή . . .
 Μα δεν πρόφτασε να τελειώσει• μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του• μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό• κι ο καπετάν Μιχάλης έπεσε κάτω τ’ ανάσκελα και σκόρπισαν οι μυαλοί του στις πέτρες.
            Αν είναι να έχει κανείς συνείδηση της ελευθερίας είναι σαν να λέγαμε ότι έχει συνείδηση του θανάτου, που όντως είναι ανέφικτο.  Πώς μπορεί να έχει κάποιος συνείδηση του θανάτου, αφού όταν έχει πεθάνει δεν μπορεί να έχει συνείδηση. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης έχει προβληματιστεί πάνω σε αυτό το θέμα με έναν άμεσο τρόπο  στο θεατρικό έργο του 1909,  που του έδωσε τον τίτλο Κωμωδία:Τραγωδία  Μονόπρακτη.  Στον Πρόλογο του έργου αυτού μας λέει ότι συλλαμβάνει τα πρόσωπα την ώρα του ψυχομαχητού, όπου η ψυχή ανατείνεται στο συνθετικό κ’ υπέρτατο κορύφωμα της ζωής.  Κ’ η φωνή της πίστης και της απιστίας και της περηφάνειας και του εξευτελισμού και της χαράς και του πόνου, όλες αδελφώνουνται κι ανάφτουν μέσα στο νου που σβήνει, και στριμώγνουνται ξεφρενιασμένες στο κατώφλι της συνείδησης (Κωμωδία: Τραγωδία Μονόπρακτη, 7).
           Από αυτή την άποψη θα μπορούσε να πει κανείς ότι μπορεί να έχουμε συνείδηση της ελευθερίας ή του θανάτου ακριβώς τη μοιραία στιγμή της αποχώρησης μας από τη ζωή και ποτέ άλλοτε.  Ο Σολωμός, επίσης, αναζήτησε μια απάντηση με έναν  ανάλογο φιλοσοφικό μυστικισμό για το αν μπορούμε να συλλάβουμε τη ζωή στην πληρότητα της, επομένως να συλλάβουμε τη ζωή περιλαμβανομένου του θανάτου και κατέληξε πως πράγματι υπάρχει μια στιγμή υπέρβασης και ενόρασης. Και έτσι κάπως απεικονίζει, ο Σολωμός, τον ΄Αγγλο στρατιώτη, που κολυμπώντας  στη θάλασσα  της Κέρκυρας,  σε στιγμή κατάνοιξης για την ομορφιά της φύσης και εμπρός στο στόμα του καρχαρία (του πόρφυρα) που έρχεται να τον κομματιάσει μας λέει:
Πριν παψ’ η μεγαλόχαρη πνοή χαρά γεμίζει•
΄Αστραψε φως κι γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του•
Οι κόσμοι γύρω ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξουν.
(“Ο Πόρφυρας”, ΄Απαντα, 255)
                                            *******
                                             
             Μα θα ρωτούσε κάποιος και πώς ερμηνεύεται η ρήση που μας άφησε να γράψουμε στον τάφο του: “Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος”.  Μήπως δηλαδή θέλει να πει πως ελευθερία είναι η τέλεια απάρνηση και η απαλλαγή μας από τα κοινά χαρακτηρισατικά  που προσδιορίζουν τον ψυχισμό του ανθρώπου – δηλαδή  η ελπίδα και ο φόβο;  Πιστεύω πως θα κάναμε λάθος να δούμε τη ρήση αυτή στα στενά όρια του Βουδισμού από όπου προέρχεται.  Τη ρήση αυτή την αναφέρει και στη Ασκητική τη δεκαετία του 1920, μια εποχή  που τον απασχολεί περισσότερο η Κομμουνιστική Επανάσταση, παρά ο Βουδισμός (βλ. Ασκητική, 34).  Για το Βουδιστή, “Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος”, ανάγει στην άρνηση της κτητικότητας, στην άρνηση της φιλοδοξίας και στην άρνηση των αξιολογικών στοιχείων του πολιτισμού.  Δηλαδή, απεκδύομαι την ματαιότητα της ζωής.  Αλλά προϋπόθεση για το Βουδιστή είναι ότι στην ουσία δεν πεθαίνει, γιατί πιστεύει στη μεταψύχωση και στην αιωνιότητα.
             Για τον Καζαντζάκη δεν μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, αφού το παν σε όλα του τα έργα είναι η αίγλη της πράξης.  Ελευθερία, λοιπόν, σε σχέση με το μυθιστόρημα Ο Καπετάν Μιχάλης δεν είναι παρά η πράξη.  Και η απώτερη πράξη όλων των πράξεων δεν είναι παρά η θυσία.  Το δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος υποδηλώνει ότι θα δράσω και δεν θα αποσυρθώ στο δάσος κάτω από το δέντρο του λωτού, όπως επιθυμεί να κάνει ο Βουδιστής. 
             Η έννοια της απελευθέρωσης συνδυάζεται με την έννοια θυσία και λύτρωση.  Η θυσία εξισούται με το φτάνω στην απώτερη πράξη.  Και μόνο αυτή η πράξη, είναι η πλήρη πράξη, αν αψηφήσω τη ζωή.  Στην Ασκητική έχει μια ενότητα με τον τίτλο “Η πράξη”, όπου καταλήγει και λέει:
Η στερνή η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη.
΄Οχι να βλέπεις πως πηδάει η σπίθα από τη μια γενιά στην άλλη, παρά να πηδάς να καίγεσαι μαζί της.  (“Η πράξη”, Ασκητική, 63)
                                                       ******
               Αφού το άτομο είναι αυτό που απασχολεί τον Καζαντζάκη και αφού η ελευθερία του ατόμου είναι κατιτί το ανέφικτο, τότε μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο Καζαντζάκης δεν ενδιαφέρεται να μας την προσδιορίσει.  Είμαι της γνώμης ότι ο Καζαντζάκης δεν ενδιαφέρεται να μας πει σε καμμιά περίπτωση το τι είναι σωστό και το τι είναι λάθος.   Ο Καζαντζάκης δεν διέπεται από μια έπαρση Εισαγγελέα.  Δεν κατηγορεί κανέναν και δεν ζητάει με ορθολογικά κριτήρια τη δικαιοσύνη. Απλώς δείχνει το άτομο σε διαφορετικές πτυχές του βίου του και σε διαφορετικά επεισόδια.
               Για να καταλάβει κανείς το πνεύμα του Καζαντζάκη  ας κοιτάξει την τραγωδία του Καποδίστριας την οποία γράφει το 1944 και η οποία πρωτοπαίχτηκε το 1946.  ΄Ολα τα πρόσωπα (Καποδίστριας, Μακρυγιάννης, Γκίκας, Μαυρομιχάληδες και Κολοκοτρώνης) παρουσιάζονται ηρωικοί και ταυτόχρονα γεμάτοι αδυναμίες.  Οι Μαυρομιχάληδες (αντίθετα από αυτό που θα περίμενε κανείς, αφού γίνονται δολοφόνοι του πρωταγωνιστή Καποδίστρια) εξεικονίζονται ως γενναίοι και παθιασμένα εκδικητικοί ταυτόχρονα.  Ο άνθρωπος στο έργο αυτό παρουσιάζεται να είναι φτιαγμένος από πάθη και αδυναμίες.  Σε όλα του τα λογοτεχνήματα οι χαρακτήρες φαίνεται να έχουν αδυναμίες και πάθη και να είναι δέσμιοι της ιδιοσυγκρασίας τους, μη εξαιρουμένου του Ιησού. ΄Ισως να θέλει να πεί αυτή είναι η φύση του ανθρώπου.  Σε όλα του τα έργα επιδιώκει να παρουσιάσει αυτό που είναι ο καθένας.  Για τον Καζαντζάκη δεν φαίνεται ότι υπάρχει καλό και κακό.  Στο Βίος και πολιτεία του Ζορμπά,  ποιος  είναι καλύτερος το Αφεντικό ή ο Ζορμπάς; Τι θέση έχει η έννοια καλύτερος στον Καζαντζάκη; Αυτό να αναρωτηθούμε για να πιάσουμε τα πράγματα στα δικά του μέτρα.
               Πάνω σε αυτό το θέμα, του ότι δεν παίρνει θέση αστικής ηθικής περί δικαιοσύνης και σωστού και λάθους είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στον Καποδίστρια μας δίνει αντικρουόμενες απόψεις ακριβώς πάνω και σε αυτό το απροσδιόριστο θέμα της  Ελευθερίας.  Ο Υδραίος καπετάνιος Γκίκας που δεν μοιράζεται το πατριωτικό αίσθημα που έχουν οι άλλοι, λέει:
Λευτεριά θα πεί να μπαίνεις στο καράβι
να σπας το μπλόκο, να πουλάς και ν’ αγοράζεις,
σκλάβους γιομώντας τ’ αμπάρια και πραγμάτιες. (Καποδίστριας, 90)
Για τον Καποδίστρια που μέριμνα έχει να ορθοποδίσει το κράτος, αν και συντηρητικός και αναποφάσιστος, μας λέει:
Πνεύμα αψηλό δεν είναι η λευτεριά μονάχα,
μηδέ μονάχα αχός και αλαλαγμός πολέμου,
μον’ και ψωμί και χορτασμός, μαθές και σπίτι,
χαμογελάει γλυκά και η λευτεριά σαν μάνα. (Καποδίστριας, 100)
Για τον Μανιάτη γέροντα Παπά που έχει προτρέψει τους Μαυρομιχάληδες να σκοτώσουν τον Καποδίστρια, γιατί έχει κλείσει στη φυλακή τον αδερφό τους, λευτεριά είναι :
Το σώμα και το αίμα του Χριστού να γίνει εκδίκηση
Μανιάτισσα, παιδιά, κι αγάπη της πατρίδας!
Ελευτεριά ο Θεός, κι ο τύραννος εχτρός του•
Σκοτώστε τον εχτρό για να σωθεί η ψυχή σας. (Καποδίστριας, 125)
              Αυτός είναι ο άνθρωπος και ο καθένας μας, φαίνεται να μας λέει ο Καζαντζάκης,  είναι  διαφορετικός.
             Ως συμπέρασμα, λέω πως για τον Καζαντζάκη η ελευθερία μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο.  Στην ουσία όμως είναι κατιτί πέρα από οποιοδήποτε προσδιορισμό.  ΄Οσον αφορά την τραγωδία του Καποδίστριας, ένα έργο που γράφει στο τέλος   του 1944 ακριβώς τις μέρες  της απελευθέρωσης, είναι σαν να θέλει να πει δίκιο έχουν  και οι Κομμουνιστές  και δίκιο έχουν και οι ασπόνδυλοι οπορτουνιστές και φιλοτομαριστές πολιτικοί.  Ο καθένας μας για τον Καζαντζάκη κουβαλάει τα δικά του πάθη, έτσι σαν να θεωρεί φυσιολογικό και τον διεκδικητικό, τον  φαταούλα, τον φιλόδοξο κ.ο.κ., γιατί ο καθένας μας έχει αδυναμίες.
                                                        *******

               Συμφωνώ πως ο Καζαντζάκης εκφράζεται με έναν αρκετά λυρικό τρόπο που δεν είναι πιά της μόδας. Δηλαδή παρουσιάζεται αφηγηματικά κάπως ξεπερασμένος.  Το σημασιλογικό μύνημα, όμως, στο έργο του είναι ρευστό και γλιστερό και από αυτή την άποψη δεν είναι καθόλου έξω από τη μοντερνιστική προβληματική. Σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί να περιοριστεί στα όρια του καθωσπρεπισμού  και της μεσο-αστικής ηθικής.  Και από αυτή την άποψη είναι μοντέρνος.
              ΄Ισως, αν ο Καζαντζάκης κοιταχτεί με φόντο τον Καπετάν Μιχάλη, θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι θα δικαίωνε τον ιερό αγώνα των Μουσουλμάνων.  ΄Οχι, όμως, ότι θα έλπιζε πως τα άτομα αυτά που σκοτώνονται κάθε μέρα, θα έφτιαχναν καλύτερες συνθήκες για το μέλλον.  Μάλλον, τα άτομα αυτά για τον Καζαντζάκη στο Ιράκ, στη Παλαιστίνη και στο Αυγανιστάν πραγματοποιούν κάθε μέρα μια πράξη πίστεως – ένα auto da fe, όπως το ονόμαζε ό ίδιος.  Η λύτρωση και η έννοια της ελευθερίας στο προσωπικό επίπεδο, γι’ αυτούς τους καμικάζι-αυτόχειρες, όντως είναι ανάλογη με αυτή του Καπετάν Μιχάλη.  Μια θυσία κοιταγμένη ορθολογικά και ωφελιμιστικά, με τίποτε δεν θα μπορούσε να έχει αξία. Από ορθολογιστική σκοπιά ποιός θα δικαίωνε τον αυτόχειρα-καμικάζι; Μάλιστα ο ορθολογισμός και ο ωφελιμισμός μας καθηλώνουν στην απραξία, αφήνει να εννοηθεί ο Καζαντζάκης.  Απλούστατα, μια θυσία, είναι σαν να μας λέει ο Καζαντζάκης, ίσως κρατάει τη φλόγα ζωντανή στις ψυχές των άλλων, αλλά αυτή καθ’ εαυτή η θυσία δεν έχει νόημα. Είναι ένα τελείως ατομοκεντρικό περιστατικό και αντικειμενικά αδύνατον να προσδιοριστεί.  Η θυσία, ο θάνατος, ή η ελευθερία,  στο πλαίσιο που τις τοποθετεί ο Καζαντζάκης, είναι κατιτί το ανάλογο με το να έλεγα “πονάω”. Κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει ή να αντιληφθεί το τι εννοώ με τη λέξη “πονάω”, αλλά ούτε και εγώ ο ίδιος.  Πρόκειται για μια κατάσταση τελείως προσωπική που δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε ή να την εκφράσουμε πειστά όπως έχει. Κάτι παρόμοιο είναι και η ελευθερία ένα ατομοκετρικό περιστατικό και γι’ αυτό κι ο Καζαντζάκης τα τοποθετεί μαζί: τη θυσία, το θάνατο με την ελευθερία.
                  Αν ο Καζαντζάκης είναι αυτό, έτσι όπως τον είδαμε, εδώ, να μην ενδιαφέρεται για το σύνολο και να επιμένει να βλέπει τον κόσμο ατομοκεντρικά, τότε ίσως θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν ενδιαφέρεται για το κοινό καλό.  Στο διάλογο του  Πλάτωνα, Αλκιβιάδης, ο Σωκράτης  συνιστά στον  Αλκιβιάδης (που τον έχει ρωτήσει, πώς μπορεί να γίνω καλός πολιτικός) να κοιτάξει μέσα του.  Μόνο αν γνωρίσει τον εαυτό του θα μπορούσε να καταλάβει το νόημα της ζωής και τις θέσεις των άλλων.  Το διάλογο αυτό τον είχε μεταφράσει ο Καζαντζάκης.  Και αναρωτιέμαι μήπως αυτό είναι που θέλει να μας πει, όσον αφορά τη θέση μας στην κοινωνία: να δούμε τον εαυτό μας  όχι για να αλλάξουμε, γιατί ούτε ο Πλάτωνας λέει κάτι τέτοιο, αλλά για να καταλάβουμε τι είναι ο άνθρωπος και τότε μόνο θα είμαστε σε θέση να γίνουμε καλοί πολιτικοί και πολίτες.   Δηλαδή, όταν αναγνωρίσουμε τα πάθη μας  που είναι και πάθη των άλλων και τότε θα είμαστε σε θέση να  φτάσουμε στην ανώτερη πράξη στη υπέρβαση τού εαυτού μας, στην πράξη της αυτοθυσίας.