κι ἂν πέση τὸ κεφάλι του δὲν μπαίνει σὲ ταγάρι˙
τὸ παίρνουν οἱ σταυραετοὶ νὰ θρέψουν τὰ παιδιά τους,
νὰ κάμουν πήχη τὸ φτερὸ καὶ πιθαμὴ τὸ νύχι.
Αὐτὸ εἶναι ἡ κλεφτουργιά. Στρατός, ποὺ ὀργανώνει, γυμνάζει καὶ διευθύνει ὁλομόναχο τὸ λαϊκὸ ἔνστικτο. Οἱ πιὸ ζωντανοὶ ξεκόβουν ἀπὸ τὴ μάζα τῶν ραγιάδων. Ἀκριβό του ὅνειρο, μὸνη φροντίδα, μὰ καὶ πόρος ζωῆς, γίνεται τὸ ντουφέκι καὶ τὸ σπαθί. Εἴδηση δὲν εἶχε κανένας ἀπ’ αὐτοὺς ἀπ’ Ἑλληνικὴ ἱστορία καὶ κόσμο ἀρχαῖο.
Κανενὸς ἄλλου λαοῦ τὰ τραγούδια δὲν ἐκφράζουν μὲ ὅμοια ἀλήθεια χάρη, ἀλλὰ κι ἐπιμονή, φυσιολατρικὸ αἴσθημα τόσο ζωντανό, σὰν τὰ κλέφτικα τῶν ῾Ελλήνων. Ἀγγίζουν τὴν εἰδωλολατρικὴ ἔκσταση,τόσο διάφορη ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ καὶ τόσο περίεργη γιὰ ψυχὲς χθεσινῶν παιδιῶν τοῦ Βυζαντίου. Γέρνοντας ἀπὸ σκληρὴ ἀνάγκη στὴν πλατιὰν ἀγκάλη τῆς αἰώνιας μάνας, ἔπαιρναν ἀνεπίγνωστα,μὰ καθημερινὰ,τὸ μεγάλο μάθημα μιᾶς ἀπόλυτης καὶ τρομερῆς ἐλευθερίας – τὸ δριμὺ γιατρικό, ποὺ χρειαζόταν στὴν ἀρρώστια τους.
Καὶ ἂν Λαμπρή, τ’ Ἁι-Γιωργιοῦ ἢ ἄλλη καλοκαιριάτικη γιορτὴ ἀνέβαινες στὰ ὀρεινὰ χωριά, στὰ μοναστήρια, ἢ ἀκόμα ψηλότερα στ’ ἀπάτητα λημέρια, θάβλεπες ἀναστημένη ἄξαφνα τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα- κι ἂς μὴν εἶχαν ἀκούσει νὰ μιλοῦν ποτὲ γι’ αὐτὴ – στοὺς λεβέντες τῆς κλεφτουργιᾶς, ποὺ παράβγαιναν στὸ λιθάρι, στὸ πήδημα, στὸ τρέξιμο, στὶς ἀμάδες. Αὐτὰ τ’ ἀθλητικὰ παιγνίδια ξανάπαιρναν τὴν παλιὰ σημασία τους. Ξανάδεναν τὴν ἀρχαία λαμπρὴ παράδοση τῆς φυσικῆς ἀγωγῆς.
Δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἡλικία, ποὺ νὰ ἐξαιρῆται. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κολοκοτρώνης, περασμένα τα πενήντα του, στὴ Μάνη,ἑτοιμάζοντας τὴν ᾽Επανάσταση, γύμναζε τὸ κορμί του ὅσες ὧρες ἄδειαζε. Ὁ κατάσκοπος, ποὺ εἶχαν οἱ Τοῦρκοι στείλει νά παρατηρήση τὰ κινήματά του,γύρισε καὶ τοὺς εἶπε:
-Βρῆκα ἕνα γέρο ἥσυχο, πούπαιζε τὶς ἀμάδες.
Καὶ κανένας ποτὲ στρατὸς τοῦ κόσμου δὲν εἶχε βαθμοφόρους γυμνασμένους στ’ ἄρματα,ὅσο ἡ κλεφτουργιά. ῾Η ἀξιοσύνη τους στὸ σπαθὶ,σήμερα φαίνεται παραμύθι. Μὲ μιὰ μοναχὴ ἀστραπὴ γιαταγανιοῦ χώριζαν τὸ κεφάλι τοῦ σφαχτοῦ ἀπὸ τὸ κορμί του. Κι οἱ πιὸ καλοὶ μάλιστα, χωρὶς νὰ κουνήσουν διόλου τὸ ἄλλο σῶμα. Μὲ μιὰ καὶ μόνη γιαταγανιά,χώριζαν καὶ τὸ σφαχτάρι στὰ δυό, ἀπὸ τὸν ὦμο στὰ μεριά……
Καὶ στὸ ντουφέκι ἔγιναν τόσο ἄξιοι, ποὺ ἦταν συνηθισμένο παιγνιδάκι νὰ μᾶς περνοῦν τὸ βόλι ἀπὸ δαχτυλίδι.
Αὐτὸς ὁ στρατὸς εἶχε τὶς περιφέρειές του καὶ τ’ ἀρχηγεῖα του,τὰ καπετανάτα του, σύμφωνα μ’ ἕνα σύστημα διαδοχής, ποὺ ἦταν καὶ κληρονομιὰ καὶ βραβεῖο στὸν πιὸ ἄξιο. Τὸ « καπετανάτο » ἦταν κληρονομικό, σπάνια ἔβγαινε ἀπὸ τὴν οἰκογένεια. Μονάχα ποὺ δὲν κληρονομοῦσε, τὴν ἀρχηγία ὁ πρωτότοκος, μὰ ὁ πιὸ ἄξιος. Ἔτσι παρουσιάστηκε αὐτὸ τὸ μοναδικό, καὶ πρωτάκουστο, λαὸς δουλωμένος ν’ ἀναδείξη μέσα στὴ σκλαβιά του στρατιωτικὲς οἰκογένειες μὲ παράδοση τῶν ἀρμάτων καὶ τῆς φυσικῆς τακτικῆς, ποὺ οἱ ρίζες τους χάνονταν πολλὲς φορὲς ἕξι κι ἑφτὰ γενιὲς πίσω!
Εἶχε ἀκόμα ὁ στρατὸς αὐτὸς, που ξεπήδησε ἀπὸ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν ραγιάδων, τὴν ἱεραρχία του καὶ τοὺς βαθμούς του, τὸν καπετάνιο, τὸν ὑπαρχηγὸ ἢ τὸ πρωτοπαλίκαρο, πρώτη, δεύτερη,τρίτη τάξη, κλέφτες· καὶ τέλος τοὺς μαθητευόμενου ἢ ψυχογιούς.
Εἶχε τοὺς ἄγραφους, ὅμως αὐστηροὺς κανονισμούς του˙ ποινές, ὅπως τὸ κούρεμα, για ἐξευτελισμό, τὸ διώξιμο ἀπὸ τὸ σῶμα κι αὐτὸν τὸ θάνατο˙ εἶχε τὰ βραβεῖα του, διάκριση στὴ μοιρασιὰ τοῦ πλιάτσικου καὶ δῶρα. Τὸ σέβας στὴ γυναίκα ἦταν νόμος…
Μάχη καὶ θάνατος ἦταν τὸ καθημερινὸ γυμνάσιο αὐτοῦ τοῦ στρατοῦ. Καὶ « καλὸ βόλι » εὐχὴ συνηθισμένη, ὅταν ἔπιναν τὸ κρασί τους.
« Ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ » τόμ. Α΄