Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

ΓΙΑΤΙ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΟΥ;


Με αφορμή τις σκέψεις μου για την παρέλαση, έλαβα πολλά μηνύματα από ανθρώπους που ήταν αδιάφοροι για την παρέλαση ή ακόμη και κατά της και έλεγαν -αντιγράφω αυτολεξεί- ότι “είδαν τα πράγματα κάτω από ένα άλλο πρίσμα”, “δεν το είχαν σκεφτεί έτσι, αλλά έτσι είναι”, “κάτι ξύπνησε μέσα τους”, “κάποιος έβαλε σε λόγια αυτό που ήθελαν να πουν”, “κάποιος να έβαλε σε τάξη τις δικές τους σκέψεις.”

Σε όλους ανεξαιρέτως, η απάντησή μου ήταν ότι δεν έγραψα κάτι καινούργιο, απλώς ξαναθύμισα αυτά που είχαμε όλοι μέσα μας.

Σε κάποια άλλα μηνύματα λοιπόν με ρωτούσαν για ποιο λόγο κατά τη γνώμη μου γιορτάζουμε στις δύο μεγάλες μας εθνικές επετείους την έναρξη του πολέμου και όχι τη λήξη του, ή την απελευθέρωση, όπως κάνουν όλοι οι άλλοι.

Βρε παιδιά της Ελλάδας παιδιά, εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους! ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ:

Ο Έλληνας δεν αισθάνεται δούλος γιατί δεν υποδουλώθηκε ποτέ πραγματικά. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής κατοχής ”ο κατακτημένος κατέκτησε τον κατακτητή με το πνεύμα του...”

Ακόμα και στα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας, δεν έχασε το μπούσουλα. Διατήρησε τη συνοχή του μέσα του. Διατήρησε το ελληνικό του στίγμα ακόμα και τη στιγμή που δεν υπήρχε σπιθαμή γης ελληνικής.

Μιλάει τη "μουσική γλώσσα των Αγγέλων" εδώ και χιλιάδες χρόνια, αυτήν που έγινε τροφός για όλες τις άλλες γλώσσες.

Ο Έλληνας είναι ο Αμάραντος και “φυτρώνει μες στα δύσβατα, στις πέτρες, στα λιθάρια”.

Είναι το “κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα που παίρνει χρώματα κι ανθεί και μίσχο και σαλεύει” από ”της Δικαιοσύνης τον ήλιο τον Νοητό.”

Ο Έλληνας δεν έχει υπάρχοντα. Η μόνη του περιουσία είναι η καρδιά του κι η ψυχή του η οποία ποτέ ανα τους αιώνες δεν κατέστη δυνατό να τιθασευτεί.

“Ολα να του τα κάψεις, πέτρα στην πέτρα να μην του αφήσεις”, δεν θα παραδοθεί.

"Ενα αμπέλι, μια ελιά κι ένα καράβι" και ξαναφτιάχνει την Ελλάδα του.

Έσκυψε, γονάτισε να μαζέψει δυνάμεις και περίμενε άλλοτε υπομονετικά άλλοτε ανυπόμονα “πότε θα κάνει ξαστεριά” για να “πεταχτεί από ξαρχής να αντρειέψει και να θεριέψει”. Κι ας είχε πάντα “το σουγιά στο κόκκαλο και το λουρί στο σβέρκο.”

Ξέρει πως ακόμα κι αν είναι μόνο “ένα το χελιδόνι” και θα την πληρώσει πανάκριβα, η Άνοιξη θα έρθει. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.

Γιατί “σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει”.

Κι ο ήλιος θα γυρίσει κι ας “θέλει δουλειά πολλή” κι ας θέλει “νεκρούς χιλιάδες να ναι στους τροχούς” κι ας “θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους”.

Δε θα το τσιγκουνευτεί.

Δε θα χειροκροτήσει ποτέ από φόβο επί ώρες χαμογελώντας σε παράταξη, κι ούτε θα βάλει τα ψεύτικα κλάματα να στηθοδέρνεται από συγκίνηση τάχα, μόλις δει τον αρχηγό - δυνάστη που του έκατσε μπάστακας στο μπαλκόνι.

Δε θα παραδώσει τα όπλα του σε ένδειξη υποταγής στον πρώτο μοτοσυκλετιστή του εχθρού που ήρθε να τα ζητήσει. “Ελα να τα πάρεις” θα του πει.

Ο Έλληνας θα περιγελάσει τον εχθρό που τον πετσοκόβει. Δεν θα κωλώσει από το μέγεθος του αντιπάλου αλλά θα πολεμήσει “υπό σκιάν” κάτω από τα χιλιάδες εχθρικά βέλη αν χρειαστεί.

Θα ρωτήσει με αυθάδεια τον ”μπούτζον του” αν πρέπει να πολεμήσει και αυτό θα απαντήσει στον φοβερό και τρομερό πασά που του ζητάει να συνθηκολογήσει, βρίζοντάς του ό,τι έχει και δεν έχει! Κι ας είναι σε δεινή θέση!

Θα κοροϊδέψει όσο δεν παίρνει τη στολή του Ντούτσε μ όλα της τα φτερά και τα πούπουλα, που του ήρθε “μια νύχτα με φεγγάρι την Ελλάδα μας να πάρει, βρε το φουκαρά...”

Θα αναρωτηθεί γελώντας ¨τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά που το'να του φωνάζει si και τ' άλλο του φωνάζει ya“ με τόσους που του έκατσαν στο σβέρκο, μα θα ξέρει πως “το τρίτο είναι το δικό μας, γαμώ το κέρατό μας αγάπη μου γλυκειά” και για αυτά τα παιδιά του θα πολεμήσει.

Θα σηκώσει το ακόντιο όχι για την πάρτη του, αλλά “για την Ελλάδα ρε γαμώτο”.

Γιατί όταν ο Έλληνας “αισθανθεί δυνατός, τότε γίνεται αδυσώπητος τιμωρός...”

Κι η Ελληνίδα δε θα κρυφτεί ποτέ. Θα μπει μπροστά και θα παρακινήσει: “Σέρνει τουφέκια στην ποδιά, φυσέκια στο ζωνάρι και το παιδί στην αγκαλιά και πρώτη από όλους πάει...”

Για μας τους Έλληνες, η στιγμή που μπαίνουμε στο μυστηριακό εκείνο ταξίδι κι αποφασίζουμε να πούμε ΟΧΙ, είναι και η στιγμή που καθορίζει το τέλος.

“Μην καταδέχεσαι να ρωτήσεις:
Νικήσαμε; Νικηθήκαμε; Πολέμα!”

Και πολεμάει.
Ενάντια σε όσα τον πνίγουν γιαυτό και φωνάζει ΑΕΡΑΑΑΑΑΑ

Ο πόλεμος και η έκβασή του δεν τον νοιάζουν πραγματικά γιατί μέσα του είναι ήδη νικητής. Είναι ελεύθερος.

Του το λένε οι αρχαίοι θεοί του οι Δώδεκα, του το λέει κι ο Ενας, ο Μοναδικός. Είσαι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ! “πάντας ελευθέρους αφήκε θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκε.”

Είναι εκείνη η μαγική στιγμή που ορθώνεις το ανάστημά σου και δε σε νοιάζει αν ο εχθρός είναι χίλιες φορές μεγαλύτερος από σένα, αν τα βέλη του μπορούν να σκεπάσουν τον ήλιο, αλλά παίρνεις την απόφαση ότι ή θα είσαι ελεύθερος ή “θα δειπνήσεις στον Αδη” παρέα με τους συμπολεμιστές σου.

“Για δε μ' αφήνετε ήσυχο; Αστε με ήσυχο όλοι.
Θέλω να ζήσω ελεύθερος δίχως ταυτότητα πια”

Κι ο φόβος φεύγει. Και κοιτάει τον άλλον ευθεία στα μάτια. Αυτό το βλέμμα που παγώνει τον εχθρό:

“Αλίμονο Μαρδόνιε, με ποιους μας έφερες να πολεμήσουμε;”

Ε, αυτωνών τα παιδιά και τα εγγόνια είμαστε. Ας το θυμηθούμε. Και μη μου πείτε δεν τους μοιάζουμε σε τίποτα, από κοντά περάσαμε και τέτοια. Δεν το πιστεύω.

“Ω! τριακόσιοι! Σηκωθήτε
και ξανάλθετε σ' εμάς
τα παιδιά σας θελ' ιδήτε
πόσο μοιάζουνε με σας...”

Επειδή με συνεπήρε ο οίστρος ως συνήθως, δεν ξέρω αν καταλάβατε τι γίνεται τελικά εδώ:

Οι άλλοι λαοί γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου ή την απελευθέρωσή τους. Εμείς γιορτάζουμε τη στιγμή που υψώνουμε το ανάστημά μας.

Από αυτή τη στιγμή, είμαστε ήδη ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ.

Στο κείμενο με βοήθησαν λίγο, κάτι αρματωλοί, κάτι κλέφτες, μια Σπαρτιάτισσα μάνα, κάτι αντιστασιακοί παλιοί και καινούργιοι, ο Βρεττάκος, ο Οράτιος, ο Αισχύλος, ο αρχαίος ποιητής Αλκιδάμας, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Καζαντζάκης, ο Σολωμός, ο Κάλβος, η Μπουμπουλίνα, ο Κολοκοτρώνης, ο γιος της καλογριάς ο Καραϊσκάκης, η Τζαβέλαινα, η Πατουλίδου, η Τσανακλίδου, ο Λεωνίδας, ο Διηνέκης, ο Ηρόδοτος, ο Μίκης (κι ο Ζέζας κι ο Θεοδωράκης) κι άλλοι πολλοί.

Μα πιο πολύ με βοήθησαν τα παιδιά μας, τα πιτσιρικάκια μας εδώ στο εξωτερικό που όταν ακούνε μουσική στο ρεφρέν ξαφνικά φωνάζουν πιο δυνατά:

“...Δε σε φοβάμαι, δε σε φοβάμαι,
με την Ελλάδα εγώ ξυπνάω και κοιμάμαι...”

Το ΄χω και σε βίντεο, άμα δεν με πιστεύεις...

Αννυ Λιγνού 26/10/2018
https://m.facebook.com/story.php?story_fbid=10217960622426773&id=1221334216