Η ονομασία του οικισμού Πολύπετρου και οι «Γραμμάδες» του
/ Αύγουστος 4, 2020
Το χωριό Πολύπετρο βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο της περιφερειακής ενότητας Κιλκίς επί των ορίων της περιφερειακής ενότητας Πέλλας. Είναι ένα κατ’ εξοχήν γεωργικό χωριό με 425 κατοίκους κατά την απογραφή του 2011.
Το χωριό, η αρχική ονομασία του οποίου πριν την απελευθέρωση ήταν Κουσίνοβο, ιδρύθηκε περί το 1885 από τριάντα περίπου οικογένειες γηγενών Μακεδόνων, που μετοίκησαν από τα γειτονικά χωριά στην θέση του σημερινού οικισμού, που βρισκόταν περί τα 500 μέτρα ανατολικά του παλαιού και εγκαταλελειμμένου χωριού Κουσίνοβο ή Ικιζλέρ.
Το 1924 εγκαθίστανται στο Κουσίνοβο σαράντα δυο οικογένειες Μικρασιατών από το Κίζδερβεντ της Βιθυνίας. Το 1927 μετονομάζεται από Κουσίνοβο σε Πολύπετρο.
Η ονομασία ΠΟΛΥΠΕΤΡΟ
Η μετονομασία του χωριού σε Πολύπετρο, οφείλεται στις πολλές πέτρες, που υπάρχουν σε λιθοσωρούς εντός μιάς μεγάλης έκτάσεως, περίπου 2.000 στρεμμάτων στο βόρειο τμήμα του αγροκτήματος του οικισμού. Την περιοχή αυτή οι κάτοικοι του χωριού την ονομάζουν «Γραμάδες» ή «Γαρμάδες» ή «Γκαρμάδες», εννοώντας τις σωρούς από πέτρες, αλλά και «βοσκή» καθώς αποτελούσε ιδανικό τόπο για βοσκή ζώων. Οι λιθοσωροί της παραπάνω περιοχής, εκτείνονται μεταξύ τριών παραλλήλων χειμάρρων και λίγα μέτρα από τις όχθες αυτών, σε μεγάλα ή μικρά σύνολα (νησίδες), χωριστά ή ενωμένα μεταξύ τους. Οι χείμαρροι έχουν τις ονομασίες, Τρία καϊνάκια, Μαρλιάκ και Κοτζάντερε. Η μεταξύ τους απόσταση είναι περίπου 300 μέτρα. Ο μεσαίος χείμαρρος Μαρλιάκ καταλήγει στον εξ ανατολών χείμαρρο Κοτζάντερε, και αυτός με την σειρά του στο Πλατανόρεμα, το ίδιο και ο χείμαρρος Τρία καϊνάκια.
Κάθε «γραμάδα» φέρει το υποτοπωνύμιό της, κυρίως βάση του ονόματος του ιδιοκτήτη των ομόρων αγροκτημάτων, όπως «Ζαχαρία γραμάδα», «Πεχλιβάνη γραμάδα» «Συμαιών γραμάδα», «Μπάρμπα Θωμά γραμάδα», «Γώγου γραμάδα» «Ταλιχμανίδη γραμάδα», «Χειμωνίδη γραμάδα». Άλλοτε πάλι, χαρακτηρίζονται με βάση τα γεωφυσικά τους χαρακτηριστικά, όπως «Μεσαία (Στρέντα) γραμάδα», «Μεγάλη (γκουλέμα) γραμάδα», ή τις τοπωνυμικές αναφορές, όπως «Αλτίνκα γραμάδα», «Μαρλιάκ γραμάδα», «Πάσχα γραμάδα», «Τσακάλοβα γραμάδα», «Φυλιριά γραμάδα». Οι λιθοσωροί του Πολυπέτρου επεκτείνονται και στα γειτονικά αγροκτήματα Φυλιριάς και Γουμένισσας με τις «Φυλιριά γραμάδα» και «Μεγάλη (γκουλέμα) γραμάδα» αντίστοιχα.
Σε κάθε περίπτωση, οι λιθοσωροί αποτελούνται από πέτρες ποταμίσιες μικρού μεγέθους, οι οποίες συλλέχτηκαν από τους χειμάρρους και μεταφέρθηκαν πρωτίστως σε κοιλότητες του εδάφους πλησίον αυτών, αλλά και επιφανειακώς στον υπόλοιπο χώρο μεταξύ των κοιλοτήτων, δίχως να σχηματίζονται κορυφές.
Οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού μας δεν γνωρίζουν, εάν οι πέτρες συλλέχθηκαν στις συγκεκριμένες θέσεις κατά τον καθαρισμό των γύρω αγρών προς καλλιέργεια. Σίγουρο, πάντως είναι, ότι κατά την ίδρυση του χωριού (1885), οι πέτρες υπήρχαν στις θέσεις αυτές και μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση των σπιτιών των νέων κατοίκων. Κατά την διανομή αγρών στους ακτήμονες το 1935, και μεταγενέστερες διανομές, εκτάσεις που βρίσκονταν μεταξύ των γραμάδων με αραιή πετρώδη επιφάνεια, εκχερσώθηκαν και δόθηκαν προς καλλιέργεια. Σήμερα που η κτηνοτροφική δραστηριότητα έχει περιορισθεί στο ελάχιστο, οι γραμάδες καλύπτονται από πυκνή βλάστηση.
Το 2008, κατά την θητεία μου στην αρχαιολογική υπηρεσία παρευρέθηκα σε μια αυτοψία σε περιοχή του αγροκτήματος του οικισμού Ευκαρπία, την οποία διασχίζει ο ποταμός Γαλλικός. Πλησίον της όχθης του παρατήρησα λιθοσωρό πανομοιότυπο με του Πολυπέτρου. Στην αυτοψία παρευρισκόταν και ο καθηγητής του τμήματος γεωλογίας του Α.Π.Θ Κλεόπας Μιχαηλίδης, στον οποίο μίλησα για τις γραμάδες του Πολυπέτρου.
Η συνάντησή μου με τον καθηγητή απετέλεσε μία μεγάλη ευκαιρία, να απαντηθεί το ερώτημα της προέλευσης του φαινομένου αυτού, εάν είναι φυσικό η όχι, το οποίο αποτελούσε για εμένα μία μεγάλη απορία από τα παιδικά μου ακόμη χρόνια, από τότε δηλαδή που ως μαθητής επισκέφθηκα σε μία σχολική εκδρομή την «βοσκή» και πρωτοαντίκρισα μαζί με τους συμμαθητές μου τις λιθοσωρούς.
Ο κ. καθηγητής, δέχθηκε με προθυμία την πρότασή μου να επισκεφτεί το Πολύπετρο, όπως και έγινε.
Κατά την αυτοψία, που διενήργησε, διατύπωσε την άποψη ότι πρόκειται για παλαιό ορυχείο προσχωματικού χρυσού, βασιζόμενος σε σύγκριση με αντίστοιχα φαινόμενα άλλων περιοχών. Επί τη βάσει αυτού, αξίζει να σημειωθεί ότι μία από τις γραμάδες βρίσκεται στη θέση με το τοπωνύμιο «Αλτίνκα», μια περιοχή που οι κάτοικοι του Πολυπέτρου από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας έως και σήμερα την ονομάζουν έτσι. Είναι γνωστό ότι αltin στα τουρκικά σημαίνει χρυσός. Είναι τυχαίο άραγε;
Ετυμολογία της λέξεως γραμάδα
Στην αναζήτηση της ετυμολογίας της λέξεως γραμάδα οδηγήθηκα στο δημοσίευμα του αρχαιολόγου του ΥΠ.ΠΟ Ιωακείμ Παπάγγελο «ΑΓΡΑΜΜΑΔΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΧΩΜΑΤΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ» στο «ΔΕΛΤΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ» τεύχος 7, σελ. 52, 1994 του Πολιτιστικού ομίλου Πειραιώς. Σταχυολογώ μερικά αποσπάσματα από την σπουδαία έρευνα του γνωστού αρχαιολόγου για να κατανοήσουμε καλύτερα τις λιθοσωρούς του Πολυπέτρου και τον λόγο ύπαρξης τους.
…Ένα από τα τοπωνύμια αυτά είναι και το ‘γραμάδα’ ή με το προθεματικό άλφα, ‘αγραμάδα’, το οποίο συναντάται και στο πληθυντικό ως ‘γραμάδες’ ή ‘αγραμάδες’…
…Το ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών γράφει: … ενώ «στην Χαλκιδική (σημαίνει αγραμάδα) = σωρός μικρών λίθων. Στο βουλγαρικό ετυμολογικό λεξικό αναφέρεται: “gramada = μεγάλος σωρός αλλά και φραγμένο μέρος σε ποταμό, όπου το χειμώνα ψαρεύουν. Συναντάτε και ως τοπωνύμιο. Η λέξη υπάρχει σε όλες τις σλαβικές γλώσσες, και στα ρουμανικά, αλβανικά και ελληνικά…
…Είναι σαφές ότι οι πέτρες προέρχονται από την κοίτη των χειμάρρων (αναφέρεται σε χείμαρρους της Χαλκιδικής από όπου και η έρευνα) είναι στρογγυλεμένες και έχουν μέγεθος κυμαινόμενο περίπου στις διαστάσεις του ανθρώπινης κεφαλής. Συνήθως πρόκειται για χαλαζιακά πετρώματα.
…Παρόμια αποθέματα χρυσού οι ερευνητές του ΙΓΜΕ εντόπισαν και στην άμμο του ποταμού της Ολύνθου, …
…Οσο για το Γαλλικό ποταμό, μέχρι πρόσφατα εκεί γινόταν η απόληψη του προσχωματικού χρυσού υπό κρατική εποπτεία.
Βλέπουμε λοιπόν ότι όπου υπάρχουν αγραμάδες παραποτάμιες, εκεί συμβαίνει να εντοπίζονται και αποθέματα προσχωματικού χρυσού. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι λιθοσωροί αυτοί σχετίζονται με τις εργασίες απολήψεως του χρυσού. Όσο για τη μέθοδο της εργασίας, μας την περιέγραψε η γερόντισσα στα Βραστά Χαλκιδικής:
«Οι μαλαματάδες κοσκίνιζαν και έπλεναν στον ποταμό της Ορμύλιας την άμμο για να μάσουν το χρυσάφι. Όταν τελείωνε η άμμος, τότε κουβαλούσαν τις πέτρες στην άκρη για να βρουν την βαθύτερη άμμο και έτσι έγιναν οι αγραμάδες».
…Έχω την γνώμη ότι οι εργασίες που γίνονταν παράνομα δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν τόσο πολύ ώστε να δημιουργηθούν οι τεράστιες αγραμάδες που προαναφέρθηκαν. Πιστεύω ότι προϋπόθεση της δημιουργίας τους ήταν η μακροχρόνια, συστηματική και οργανωμένη εκμετάλλευση των χρυσοφόρων προσχώσεων.
Στην προσπάθεια του ο Ιωακείμ Παπάγγελος να προσεγγίσει χρονικώς την οργανωμένη χρυσοθηρική δραστηριότητα αναφέρει τα εξής:
Η Ευκαρπία του Κιλκίς αναφέρεται ως «Γκραμάτινα» ήδη τν 15ο αιώνα…. Στον ποταμό της Περιστεράς υπήρχαν λιθοσωροί, ήδη κατά τον 14ο αιώνα… Επισημαίνουμε ότι το μεσαιωνικό όνομα αυτού του ποταμού ήταν «Γκραμουστίκεια», …Επιπλέον, η κα Κ. Θεοχαρίδου ανάσκαψε εκεί ένα ιδιόρρυθμο εργαστήριο, το οποίο ερμηνεύει ως εργαστήριο επεξεργασίας προσχωματικού χρυσού που λειτουργούσε κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια… Στο Ροδολίβος, δηλαδή στην χρυσοφόρο περιοχή του Παγγαίου, το τοπωνύμιο αναφέρεται ήδη το 1103.
Κλείνοντας, με αφορμή την εργασία μου αυτή, θα ήθελα να προτείνω στο δήμο Παιονίας τα εξής:
– Επειδή οι γραμάδες Πολυπέτρου είναι αμέσως συνδεδεμένες με την ιστορία του τόπου μας, μαζί με τους παρακείμενους χείμαρρους, ως ένα ορυχείο προσχωματικού χρυσού από το μακρινό παρελθόν.
– Καθώς αυτό σχετίζεται με την ονομασία της κοινότητας μας.
– Αλλά και σε συνδυασμό με το μαγευτικό απείρου κάλλους Πλατανόρεμα Γουμένισσας, Φυλιριάς, Πολυπέτρου, (οι παραπάνω αναφερόμενοι χείμαρροι εκβάλουν σε αυτό).
Μπορούν να αξιοποιηθούν και να συμβάλουν σημαντικά στην τουριστική αναβάθμιση του δήμου μας, διαφυλάσσοντας τες ταυτόχρονα από την αυθαίρετη καταπάτηση που ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια συντελείται.
Του Πολυκράτη Παντσίδη