https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/25498#page/1/mode/2up
Παιχνίδια, άθληση και κυνήγι
Στα χρόνια πριν από το 19ο αιώνα, η έννοια των σπορ στην Οθωμανική αυτοκρατορία συνδεόταν περισσότερο με τελετουργικούς διαγωνισμούς στα πλαίσια μιας ευρύτερης γιορτής και λιγότερο με την άθληση των νεαρών ατόμων. Στα πανηγύρια των χριστιανών διοργανώνονταν αγώνες ταχύτητας με ζώα, ιππασίας και σκοποβολής. Οι γιορτές και τα γλέντια των ορεσίβιων πληθυσμών του ελληνικού χώρου περιλάμβαναν μεταξύ άλλων και διαγωνισμούς ρίψης πέτρας και πάλη. Ταυτόχρονα, η πάλη ήταν μια από τις πιο αγαπημένες διασκεδάσεις των μουσουλμάνων. Οι παλαιστές αλείφονταν με λάδι για να δυσκολεύουν τη λαβή του αντιπάλου τους και επιδίδονταν σε ένα είδος ελεύθερης πάλης, γνωστής ως γιαγλι-γκιουρές. Οι θεατές περιστοίχιζαν κυκλικά τους παλαιστές και συνόδευαν τον αγώνα με φωνές και πειράγματα. Αρκετά διαδεδομένοι επίσης ήταν και οι αγώνες πάλης μεταξύ ζώων, οι κριαρομαχίες και οι κοκορομαχίες. Εκτός από τα σπορ, στα καφενεία και σε άλλα καταστήματα αναψυχής οι κάτοικοι των πόλεων επιδίδονταν σε επιτραπέζια παιχνίδια, όπως την τάβλα (τάβλι) και το σατράντς (σκάκι).Το κυνήγι ήταν η πιο αγαπημένη ομαδική διασκέδαση της ανώτατης Οθωμανικής ελίτ. Απαιτούσε ιδιαίτερη οργάνωση και επιμελημένη προπαρασκευή. Ολόκληρα χωριά ή συγκεκριμένα πρόσωπα, οι γερακάρηδες (doganci), φρόντιζαν για την εκπαίδευση και την αποστολή γερακιών στην Πύλη για τα κυνήγια του σουλτάνου, με αντάλλαγμα μεγάλες φορολογικές απαλλαγές και διευκολύνσεις. Οι κυνηγότοποι βρίσκονταν κυρίως στη Θράκη, αν και μερικές φορές ο σουλτάνος έφτανε ως και τη Θεσσαλία και την Ήπειρο για να κυνηγήσει. Η ακολουθία του ήταν πολυμελής και το πέρασμά της δημιουργούσε προβλήματα στους χωρικούς, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που εξαναγκάζονταν να καλύψουν τις ανάγκες του κυνηγιού ακόμα και με τις ζωές τους, αφού τους χρησιμοποιούσαν ως ζωντανά δολώματα ή και ως θηράματα. Πηγή: http://www.fhw.gr/chronos/11/el/gr/gathering/links/sports_links.html /*/ |
4 comments:
Νομάδες (λινκ ορεσίβιων πληθυσμών)
Δίπλα στον κόσμο των ανθρώπων των αγροτικών περιοχών και των αστικών κέντρων, ένα δικό τους, ξεχωριστό κόσμο συγκροτούσαν στα ορεινά της Βαλκανικής νομαδικοί και ημινομαδικοί πληθυσμοί, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία. Η επαγγελματική αυτή ενασχόληση τους επέβαλλε τη συνεχή μετακίνηση σε μεγάλες αποστάσεις από τα ορεινά στα πεδινά, γεγονός που συνεπαγόταν τη γνώση των περασμάτων και των ορεινών διαδρομών. Νομαδικοί πληθυσμοί, όπως οι Βλάχοι του Μετσόβου, διορίζονταν συχνά τοποτηρητές στενών περασμάτων, πάνω στα βουνά. Οι άνθρωποι αυτοί, καθώς γνώριζαν τους δρόμους προς βορρά, από το 18ο αιώνα, με την ανάπτυξη του εμπορίου, αποτέλεσαν τους οδηγούς των καραβανιών που κατευθύνονταν προς την κεντρική Ευρώπη. Εκτός από τους κτηνοτρόφους νομάδες, στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κινούνταν διάφορες επαγγελματικές ομάδες σε μορφή μπουλουκιών. Πολύ γνωστοί είναι οι χτίστες της Ηπείρου. Στο χώρο της Μικράς Ασίας, πολλές τουρκικές ομάδες διατήρησαν το νομαδικό τους χαρακτήρα και αποτέλεσαν εστία επαναστατικών κινήσεων, όπως συνέβη στις αρχές του 16ου αιώνα με την επανάσταση των τσελαλήδων. Στις περιπλανώμενες επαγγελματικές ομάδες ανήκαν και οι Τσιγγάνοι, οι οποίοι ασκούσαν διάφορα επαγγέλματα, όπως του μουσικού και του γυρολόγου, του πεταλωτή, του σιδερά. Αποτελούσαν την εθνοπολιτισμική ομάδα, που διατήρησε την αυτονομία της και δεν αφομοιώθηκε από τον κοινωνικό περίγυρο των αγροτικών και κτηνοτροφικών πληθυσμών.
Στο καφενείο (λινκ)
Η ιστορία του καφέ στα ελληνικά εδάφη μπορεί να είναι σχετικά πρόσφατη, η κατανάλωσή του όμως σε δημόσιους χώρους δημιούργησε νέες καθημερινές πρακτικές και έδωσε ένα ιδιαίτερο χρώμα στις κοινωνικές εξελίξεις. Τα πρώτα καφενεία έκαναν την εμφάνισή τους στην Κωνσταντινούπολη και σε μερικές άλλες μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα μέσα του 16ου αιώνα. Τα ονόμασαν "σπίτια του καφέ" (καχβεχανέ) και τα συναντούσε κανείς κοντά στις κεντρικές αγορές ή σε μεγάλους δρόμους. Έγιναν από πολύ νωρίς τόποι συνάντησης και ψυχαγωγίας.
Στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους, η πελατεία τους ήταν συνήθως άντρες από τα μεσαία στρώματα της πόλης με διαφορετική θρησκευτική προέλευση. Εκεί συζητούσαν τα γεγονότα της ημέρας, αντάλλασσαν ειδήσεις και άκουγαν μουσική από μικρές ορχήστρες που έφερναν οι ιδιοκτήτες για να αυξήσουν και να διασκεδάσουν την πελατεία τους. Οι θαμώνες μπορούσαν ακόμα να καπνίσουν ή να παίξουν επιτραπέζια παιχνίδια, όπως σκάκι ή τάβλι. Όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες, οι καφετζήδες έβγαζαν πάγκους μπροστά από την είσοδο του μαγαζιού και τους σκέπαζαν με πρόχειρες κατασκευές από καλάμια και ψάθες, για να μπορούν οι πελάτες τους να απολαμβάνουν την κίνηση του δρόμου. Η διάδοση των καφενείων γνώρισε κατά καιρούς πολλές αντιδράσεις, με πρώτη το παροδικό κλείσιμό τους στα 1580. Στους αιώνες που ακολούθησαν άνοιξαν καφενεία σε μικρότερες πόλεις ακόμα και σε χωριά του ελληνικού χώρου, όμως έως και το 19ο αιώνα το καφενείο παρέμενε ένας κατεξοχήν αστικός θεσμός συγκέντρωσης και καθημερινής συναναστροφής.
Φορολογικά προνόμια (λινκ φορολογικές απαλλαγές)
πό τα πρώτα κιόλας χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης συναντώνται χωριά με προνομιακό καθεστώς φορολόγησης, διάσπαρτα σ' ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική και τη νησιωτική επικράτεια της σημερινής Ελλάδας. Tα προνόμια συνήθως συνίσταντο σε απαλλαγές από συγκεκριμένες κατηγορίες φόρων ή σε επιβολή ειδικών, μειωμένων φόρων, οι οποίοι αντικαθιστούσαν ορισμένες από τις πιο δυσβάστακτες επιβαρύνσεις. Aπονέμονταν κυρίως σε χωριά που προσέφεραν ειδικές υπηρεσίες στην Πύλη, όπως τα χωριά των φυλάκων των ορεινών περασμάτων, των ορυζοκαλλιεργητών, των φρουρών των γεφυρών ή των μεταλλωρύχων και των εργατών στις αλυκές. H ειδική σχέση αυτών των χωριών με το οθωμανικό κράτος -ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες όπου κατάφερε να παγιωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα- οδήγησε σε αισθητή διαφοροποίηση των κατοίκων τους από τον υπόλοιπο υποτελή πληθυσμό. Oι διαφορές αυτές γίνονταν αισθητές ως και τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής παρουσίας στον ελληνικό χώρο και επηρέασαν ακόμα και την εξέλιξη του αγώνα της Aνεξαρτησίας (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ρόλος και η συμβολή των αρματολών στην οργάνωση της Eπανάστασης).
Τρομοκρατία και ένοπλες επιθέσεις στρατιωτικών ομάδων κατά το 17ο και 18ο αιώνα (λινκ ζωντανα δολώματα)
Βιαιοπραγίες και εξαναγκασμοί συνόδευαν τις καθημερινές εμπειρίες των υπηκόων του σουλτάνου, σ' ολόκληρη τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Ως το 18ο αιώνα, οι πολεμικές επιχειρήσεις των Οθωμανών σήμαιναν για τους πληθυσμούς που ζούσαν κοντά στον άξονα της πορείας του στρατεύματος την απαρχή μιας περιόδου ταραχής και καταστροφών. Εξαναγκάζονταν να συνεισφέρουν σε είδος και σε χρήμα στη συντήρηση του ασκεριού, να εργαστούν σε έκτακτες εργασίες, ενώ συχνά έβλεπαν τα σπίτια τους και τη σοδειά τους να καταστρέφονται από επιδρομές στρατιωτικών ομάδων. Την ώρα αυτών των επελάσεων η ζωή και η σωματική τους ακεραιότητα κινδύνευε από ασήμαντες αφορμές, γεγονός το οποίο ανάγκαζε ορισμένους να εγκαταλείπουν τις εστίες τους και τις δραστηριότητές τους. Στους κυνηγότοπους της Θράκης και της κεντρικής Ελλάδας, οι εξορμήσεις του σουλτάνου και της συνοδείας του έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή των χωρικών. Μαρτυρίες χρονογράφων και ταξιδιωτών αναφέρουν περιστατικά, όπου αγρότες χρησιμοποιήθηκαν ως ζωντανά δολώματα για τα θηράματα. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις τους ανάγκαζαν να σχηματίσουν με τα σώματά τους ένα ζωντανό φράκτη γύρω από μια περιοχή με θηράματα. Σιγά-σιγά ο κύκλος έκλεινε και τα ζώα για να ξεφύγουν επιτίθεντο στους χωρικούς, πίσω από τους οποίους περίμεναν οι κυνηγοί, αποτελειώνοντας τραυματισμένα ζώα και ανθρώπους.
Στην Κωνσταντινούπολη, μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, οι γενίτσαροι έλεγχαν πλέον μεγάλο τμήμα των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, τρομοκρατώντας και "προσφέροντας" αναγκαστικά την προστασία τους στις συντεχνίες της πόλης. Η κεντρική εξουσία, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργούσαν, εγκαινίασε στα τέλη του αιώνα μια πολιτική εξορισμού τους από την πρωτεύουσα προς τις πόλεις της περιφέρειας. Εκεί, μην μπορώντας οι γενίτσαροι να εξασφαλίσουν τα εισοδήματά τους, συνασπίζονταν σε ένοπλες συμμορίες με αρχηγούς τους νταήδες. Τρομοκρατούσαν τις πόλεις και την αγροτική ενδοχώρα, κάνοντας επιδρομές και ζητώντας αυθαίρετους φόρους. Η δράση τους αυξανόταν σε περιοχές, όπου οι τοπικοί ηγεμόνες δε διέθεταν μικρούς στρατούς, ικανούς να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις συμμορίες. Οι επιδρομές των yamaks, όπως ονομάζονταν οι ένοπλες αυτές ομάδες, ήταν πηγή τρόμου για τους κατοίκους της υπαίθρου· κινδύνευε η ζωή και η περιουσία τους, ενώ τα περιθώρια αντίδρασής τους ήταν ελάχιστα έως μηδαμινά.
Δημοσίευση σχολίου