"Τις πρώτες αναφορές για τα μεταλλεία (ορυχεία) της
Χαλκιδικής μας τις παρέχει ο Γάλλος περιηγητής Πιέρ Μπελόν που στα μέσα του
16ου αι. την επισκέφθηκε και στη συνέχεια έξέδωσε σχετική μελέτη που
δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1555· εκεί περιγράφει τη λειτουργία περίπου 500-600
καμίνων των οποίων η παραγωγή πρέπει να μη ήταν ευκαταφρόνητη, καθόσον ο φόρος
που αποδίδονταν κυμαίνονταν ανάμεσα στα δεκαοκτώ με τριάντα χιλιάδες δουκάτα
ανά μήνα. Η εκμετάλλευση ενεργούνταν, όπως περιγράφει, από εταιρεία· λίγο
αργότερα όμως ανέλαβαν το έργο οι περικείμενες κοινότητες, οι οποίες κατόπιν
τούτου εντελώς απηλλάγησαν από κάθε παρέμβαση της οσμανικής εποπτείας."
Πηγή Βικιπαίδεια, Λήμμα "Μεταλλεία Χαλκιδικής"
"Από τη Γαλλία ο Μπελόν αναχώρησε το 1549. Πρώτη στάση έκανε
στην Κρήτη, όπου φαίνεται να έμεινε αρκετό καιρό, αφού αναφέρει πολλά για το
νησί. Μας περιγράφει τις πόλεις της Κρήτης, καταγράφει το φυτικό και ζωικό της
βασίλειο, απεικονίζει το ψάρι «σκάρο» για πρώτη φορά, καθώς και τα άγρια ερίφια
της Κρήτης, περιγράφει τα ήθη και έθιμα των κατοίκων, και μεταξύ των άλλων τον
πυρρίχιο χορό.
Μετά την Κρήτη πήγε στη Λήμνο, της οποίας περιγράφει τα
αρχαία ερείπια. Στη συνέχεια επισκέφτηκε τη Θάσο και το Άγιον Όρος και
περιγράφει τους μοναχούς και τον ασκητικό τους βίο.
Μετά τη Λήμνο περιηγήθηκε τα παράλια της Μακεδονίας και
Θράκης από την Θεσσαλονίκη ως την Κωνσταντινούπολη, καταγράφοντας ό,τι
αξιοπερίεργο έβλεπε, μεταξύ των άλλων τα μεταλλεία της Σιδεροκάψας και την
κατασκευή της στυπτηρίας και τα υπολείμματα της μεγάλης ρωμαϊκής Εγνατίας Οδού.
Από τη Θράκη πήγε στη Λέσβο, τη Χίο και τη Ρόδο, για να
συνεχίσει το ταξίδι του στην Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και τη Μέση Ανατολή.
/*/
1554: Δεύτερη έκδοση των Observations.
1555: Αναθεωρημένη έκδοση των Observations. sel 117-147
1588: Αναθεωρημένη έκδοση των Observations.
1589: Μεταφρασμένη στα Λατινικά έκδοση των Observations, από τον Carolus Clusius, για διεθνή αναγνωσιμότητα.
«Η Χαλκιδική, ήτο κατά την ΧΙ μ.Χ εκατονταετηρίδα, ονομαστή δια τα μεταλλεία της, όπως πάσα σχεδόν η της Μακεδονίας παραλία από των αρχαιοτέρων της Ελλάδος χρόνων, ήτοι επί Φιλίππου και επί Αθηναίων. Κατά την ΧVI μ.χ. εκατονταετηρίδα επεσκέφθη αυτήν ο Γάλλος περιηγητής Pierre Belon, του οποίου το περί αυτής σύγγραμμα εδημοσιεύθη εν Παρισίοις τω 1755. Κατ’αυτό υπήρχαν τότε εν τη Χαλκιδική 500-600 κάμινοι, των οποίων η κατά μήνα παραγωή εκυμαίνετο μεταξύ 18-30 χιλ.δουκάτων. Κατ’εκείνο το χρονικόν διάστημα η εκμετάλλευσις ενεργείτο υπό εταιρίας. Αλλά μετ’ ολίγον ανέλαβον το έργον αι περικείμεναι κοινότητες, αι οποίαι ως εκ τούτου απηλλάγησαν εντελώς πάσης επεμβάσεως της οσμανικής κυβερνήσεως. Αι κοινότητες αύται, ως ισχυρίζεται έτερος περιηγητής , περιελθών την Ευρωπαϊκή Τουρκίαν προ του 1800, ο Άγγλος Ούρκουατ, εκαλούντο Μανδεμλοχώρια, απετέλουν αυτόνομον ομοσπονδίαν, συγκειμένη εκ 12 κωμών, αι οποίαι ονομάζοντο Γαλάτιστα, Βάβδος, Ριανά, Στανός, Βαρβάρα, Λιαρέγκοβη, Νοβοσέλο, Μαχαλάς, Ίσβορος (Στρατονίκη), Χωρούδα, Ρεβενίκια και Ιερισσός. Οι χωρικοί ειργάζοντο δι’ ίδιον αυτών λογαριασμόν τα μεταλλεία και κατέβαλλον εις το εν Κωνσταντινουπόλει θησαυροφυλάκιον, οπόθεν εξηρτώντο διοικητικώς, διακοσίας είκοσι οκάδας καθαρού αργύρου ετησίως». Εν συνεχεία, αναφέρει ο Κ. Σαρατζόπουλος «περιγράφει (ο Belon) το εξής περίεργον:
Ότι, ενώ, η εκμετάλλευσις των μεταλλείων ηλαττώθη εκ διαφόρων λόγων, οι Μαδεμοχωρίται δεν εδήλωσαν τούτο εις την κυρίαρχον δύναμινμ ουδέ εμείωσαν την εισφοράν των 220 οκάδων, αλλά αγοράζοντες ισπανικά τάλληρα και μετετρέποντες ταύτα εις πολύτιμον μέταλλον, απέστελλον εις Κωνσταντινούπολιν συμπεπληρωμένον το κανονικόν ποσόν ως εάν τούτο παρήγετο εις τα μεταλλεία.
Ουδ’ εζημιούντο ίσως πραγματικώς, διότι σώζοντες την ελευθέραν άσκησιν των κοινοτικών αυτών θεσμών, έσωζον συγχρόνως την ελευθερίαν της γεωργίας, εμπορίας και βιομηχανίας, δια των οποίων, ως λέγει ο Ούρκουατ, συνέλεγον επί της επιφανείας της γονίμου εκείνης χώρας θησαυρούς περισσότερους των πρότερων αναζητουμένων εντός των σπλάχνων της γης».
Οι πληροφορίες του P. Belon
Από το περιηγητικό βιβλίο του Ρ. Belon, που περιήλθε την Ελλάδα στ 1550, μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα, αναφερόμενα στα μεταλλεία της Χαλκιδικής, και κυρίως στη Στρατονίκη (Ίσβορος), που ο Γάλλος περιηγητής την ονομάζει Σιδερόκαψα (Σιδηροκαύσια, δηλαδή περιοχή όπου καίνε το σίδερο). Τα αποσπάσματα, που προέρχονται από ανέκδοτη μετάφραση, είναι τα παρακάτω:
«Ύστερα από δυο ημέρες ταξίδι, καθώς ερχόμαστε από τη Θεσσαλονίκη, φθάσαμε στα μεταλλεία της Σιδεροκάψας, στη Μακεδονία, όπου η περιοχή που οι αρχαίοι την ονόμαζαν «χρυσίτιδα γη». Εκεί τώρα βρίσκεται ένα χωριό με τόσο μεγάλα έσοδα για τον Τούρκο από το ασήμι και τον χρυσό, που βγαίνουν από τη γη του, όσα δεν έχει και η μεγαλύτερη πόλη όλης της Τουρκίας.
Οπωσδήποτε δεν είναι πολύς καιρός, που άρχισε ξανά η εκμετάλλευση της περιοχής του για εξαγωγή χρυσού και ασημιού. Το χωριό ήτανε πριν κακοχτισμένο, αλλά τώρα μοιάζει με πόλη. Η Σιδερόκαψα βρίσκεται στους πρόποδες ενός βουνού που περιβάλλεται από κοιλάδες, σε μια τοποθεσία που θα μπορούσαμε να την συγκρίνουμε με την πόλη του Joachimstal στη Βοημία, τη γνωστή και με τη λατινική ονομασία Vallis Ioachimica.
Τα μέταλλα, που βγαίνουν από τη γη της Σιδερόκαψας, είναι εκείνα για τα οποία οι άνθρωποι, που εκμεταλλεύονται τα μεταλλεία, εγκαταστάθηκα εκεί και την έκαναν πυκνοκατοικημένη.
Οι κάτοικοι της περιοχής των μεταλλείων της Σιδερόκαψας είναι άνθρωποι μαζεμένοι από τα γύρω κράτη (Σλάβοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Αλβανοί) και χρησιμοποιούν διαφορετικές γλώσσες…
… Οι μεταλλωρύχοι που εργάζονται τώρα εκεί, είναι οι περισσότεροι βουλγαρικής καταγωγής. Οι χωρικοί των γύρω χωριών, που έρχονται στην αγορά είναι Χριστιανοί και μιλούν σέρβικα κι ελληνικά. Οι Εβραίοι πολλαπλασιάζονται τόσο, ώστε τα ισπανικά έγιναν σχεδόν κοινά. Μιλώντας μεταξύ τους δεν μιλούν άλλη γλώσσα.
Σταματήσαμε κάπως περισσότερο στη Σιδερόκαψα, για να δούμε τα μεταλλεία, επειδή είχαμε την επιθυμία να γνωρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο χρυσός εξάγεται από τη φλέβα. Κι επειδή ο χρυσός είναι το τελειότερο και καθαρότερο απ’ όλα τα μέταλλα και του έδωσαν τόσο πολύ διαφορετικά ονόματα στην Ευρώπη, θελήσαμε να δούμε αν τα παίρνει από τις χώρες που βγαίνει. Ανακαλύψαμε, όμως, ότι η μη καθαρότητά του δεν οφείλεται παρά μόνο στη μη τήρηση των κανονισμών από εκείνους που ασχολούνται με το επάγγελμα…
… Οι μεταλλωρύχοι της Σιδερόκαψας δίνουν ένα πολύ μεγάλο ποσό χρυσού και ασημιού στον αυτοκράτορα των Τούρκων. Ό,τι παίρνει ο Τούρκος κάθε μήνα για λογαριασμό του, χωρίς να υπολογίζεται το κέρδος των εργατών, φθάνει τα 18.000 δουκάτα το μήνα, καμιά φορά τα 30.000, καμιά φορά περισσότερα, και καμιά φορά λιγότερα. Οι εισοδηματίες μου είπαν ότι δεν θυμούνται να είχαν εισπράξει τα τελευταία 15 χρόνια λιγότερο από 9-10 χιλ δουκάτα τον μήνα, για τα δικαιώματα του μεγάλου ηγεμόνα.
Τα μέταλλα καθαρίζονται από εργάτες Αλβανούς, Έλληνες, Εβραίους, Βλάχους, Κιρκάσιους, Σέρβους και Τούρκους. Υπάρχουν 500-600 καμίνια, σκορπισμένα στα βουνά της Σιδεροκάψας, όπου λειώνουν το μετάλλευμα. Δεν υπάρχει φούρνος χωρίς τους δικούς του εργάτες, που εργάζονται με δικά τους έξοδα. Οι εργάτες που φτυαρίζουν τα μεταλλεία μέσα στη γη και που εκμεταλλεύονται το βουνό, δεν χρησιμοποιούν τη θειική ράβδο, που χρησιμοποιούν οι Γερμανοί για τον εντοπισμό των φλεβών. Δεν γίνονται υπολογισμοί με βάση το τι βρέθηκε σκάβοντας. Τα είδη του πυρίτη και μαρκασίτη είναι διαφορετικού χρώματος. Δεν βρίσκουν καθόλου ασήμι και χρυσό καθαρό, αλλά τα παίρνουν λειώνοντας το μετάλλευμα. Δεν υπάρχει καθόλου χρυσόκολλα και κοβάλτιο και δεν χρησιμοποιούν γαιάνθρακα. Δεν υπάρχουν πουθενά λουλούδια στα μεταλλεία. Η εξαγωγή των μετάλλων γίνεται διαφορετικά από ό,τι στη Γερμανία.
Οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μεταλλωρύχων είναι τα ίδια με εκείνα που παρατηρούνται στις άλλες χώρες. Αυτός που διαχωρίζει το ασήμι από το χρυσό, χρησιμοποιώντας θειικό οξύ (eau forte-aqua forte) ήταν Χριστιανός αρμενικής καταγωγής. Τα ονόματα, που χρησιμοποιούν σήμερα στη Σιδεροκάψα για να εκφράσουν διάφορους μεταλλικούς όρους, δεν είναι ελληνικά, ούτε τουρκικά. Γιατί οι Γερμανοί, που άρχισαν να ξαναεκμεταλλεύονται τα παραπάνω μεταλλεία, έμαθαν στους κατοίκους να ονομάζουν τα μεταλλευτικά αντικείμενα τα εδάφη και τα μηχανήματα της μεταλλευτικής με γερμανικά ονόματα…
… όλα τα καμίνια και οι φούρνοι είναι κτισμένοι στο μάκρος των ρυακιών. Γιατί οι τροχοί που κάνουν να εργάζονται οι φυσητήρες, γυρίζουν με τη δύναμη του νερού. Υπάρχουν επτά ρυάκια, που γυρίζουν αυτούς τους τροχούς…
… Τα καμίνια είναι φαρδιά, κτισμένα στη μέση του εργαστηρίου κι ενισχυμένα με πέτρες από το πίσω μέρος…
… καθώς είναι χτισμένα σε σχήμα αψίδας, στο μέρος απ’ όπου βγαίνει η φλόγα σχηματίζεται καθώς λειώνει το μέταλλο και κολλάει στο καμίνι και μαζί του αποβάλλεται κι ατμός από το μέταλλο…
… Οι φυσητήρες των φούρνων είναι εντελώς ίσιοι, έχοντας το ρύγχος προς τη γη, στο βάθος του καμινιού. Σηκώνονται και χαμηλώνουν από τα μπράτσα ενός τροχού, που γυρίζει έξω από το εργαστήρι, με τη δύναμη του νερού. Ο τροχός έχει δυο χιάσματα, που σχηματίζουν οκτώ μπράτσα, ενωμένα στη μέση μ’ ένα σίδερο από την ανάποδη. Τα τέσσερα πρώτα μπράτσα πιέζουν τους φυσητήρες και τα άλλα τέσσερα δεν εργάζονται συνέχεια, γιατί προορίζονται για τους φυσητήρες που χωρίζουν το μολύβι από το ασήμι.
Το καμίνι ή ο φούρνος, που αναφέρω πιο πάνω, έχει ένα μεγάλο άνοιγμα μεσ’ από το οποίο ρίχνουν το κάρβουνο και το μετάλλευμα, για να το λειώσουν. Υπάρχουν δυο μικρά ανοίγματα στο καμίνι. Το ένα βρίσκεται χαμηλά στη γη, απ’ όπου τρέχει το λειωμένο μετάλλευμα. Το άλλο λίγο πιο ψηλά, στη μέση του καμινιού κι απ’ αυτό βγαίνει ο αέρας. Το υλικό, βγαίνοντας από το κάτω άνοιγμα, τρέχει σε μια τρύπα κοντά στο φούρνο, όπου τ’ απορρίμματα του, που επιπλέουν στην επιφάνεια, απομακρύνονται από τους εργάτες με μια σιδηρένια βέργα.
Ο χρυσός, το ασήμι και το μολύβι που είναι ανακατωμένα, σαν πιο βαριά, μένουν στη ρευστή μεταλλική ρίζα. Κατά το ξεχώρισμα του μολυβιού από το ασήμι δεν χρησιμοποιείται κάρβουνο, αλλά η φλόγα από τα χοντρά ξύλα, που τη φυσάνε με δύναμη. Για το σκοπό αυτόν πρέπει οι φυσητήρες να είναι διαφορετικά βαλμένοι από τους πρώτους.
Οι φυσητήρες αυτοί είναι ίσιοι και στηρίζονται από το ρύγχος. Εκείνοι που προορίζονται για να διαχωρίζουν το μολύβι, είναι βαλμένοι στα πλάγια και το φύσημά τους γίνεται με τη βοήθεια του νερού και είναι, όπως είπαμε, στηριγμένοι σε τέσσερα μπράτσα. Το μολύβι που βγαίνει με το φύσημα της φλόγας του ξύλου, είναι διαφορετικό απ’εκείνο που λειώνει με το κάρβουνο και που περισσότερο μοιάζει με απορρίμματα μετάλλου…
… όταν θέλουν να ξαναλειώσουν τον γαληνίτη, δηλαδή να τον υποβάλλουν σε φρύξη τον σπάζουν πρώτα κι έπειτα τον ρίχνουν πάνω στην φωτιά από κάρβουνα και ξύλα. Ο γαληνίτης επειδή είναι σκληρός, σα μάρμαρο, θα έλειωνε πολύ δύσκολα στο καμίνι, αν δεν τον υπέβαλλαν σε φρύξη. Τον βάζουν στο καμίνι με πολλά ξύλα και κάρβουνα καίοντας ένα στρώμα γαληνίτη και συνέχεια ύστερα βάζουν κι άλλα στρώματα και τα καίνε, ώσπου να αλλάξει το χρώμα του μετάλλου, που μετά το βάζουν να λειώσει μέσα στο καμίνι…
… Δεν υπάρχει μεγάλη διαδικασία για τον διαχωρισμό του χρυσού από το ασήμι. Τούτο γίνεται μόνο με τη βοήθεια του θειικού οξέος, δουλειά που είναι επιφορτισμένος να κάνει ένας Αρμένης. Αυτός, αφού χωρίσει το ασήμι από τον χρυσό τα χτυπάει σε σχήμα, τετράγωνης πλάκας, που έχει πλάτος ενός ποδιού, μάκρος δυο και πάχος όσο η ράχη ξυραφιού. Τις πλάκες αυτές τις βάζει σ’ ένα κατάλληλο δοχείο, για να μπορεί να τις πασπαλίζει σχηματίζοντας ανάμεσα στις στρώσεις τους ένα στρώμα από αλάτι, στύψη γυαλιού και σπασμένο κεραμίδι και βάζοντας από πάνω του μια πλάκα από χρυσό. Όταν τελειώσει η τέτοια τοποθέτησή τους, τις ποτίζουν όλες μαζί με ξίδι. Ύστερα με τη δύναμη της φωτιάς που βγαίνει από κάρβουνα, τις αφήνουν να καούν και να καθαριστούν μια ολόκληρη μέρα ώσπου ο χρυσός να καθαριστεί καλά…
…Υπάρχουν περισσότεροι από 6000 εργάτες, που εργάζονται καθημερινά στα μεταλλεία της Σιδεροκάψας…
… Αφού όλη την εβδομάδα λειώσουν το μετάλλευμα και χωρίσουν το μολύβι από τον χρυσό και το ασήμι, κι αφού καθαρίσουν καλά το χρυσό και το ασήμι, τα διαχωρίζουν με θειικό οξύ. Ο χρυσός, έστω κι αν είναι καθαρός, καθορίζεται ακόμη μια φορά με τον τρόπο που αναφέραμε. Μετά χύνεται σε ράβδους και τραβιέται σε βέργες, μακριές 3-5 μέτρα περίπου, στρογγυλές και παχιές ένα δάχτυλο. Τις βέργες αυτές τις σημαδεύουν στο μήκος τους με χαραματιές, για να τις κόψουν σε ροδέλες βάρους ενός δουκάτου. Το κόψιμο γίνεται με ένα ψαλίδι κι ένα σφυρί σε μικρά κομμάτια, που μετά τα λεπταίνουν περισσότερο ζυγίζοντάς τα σε μια ζυγαριά. Τέλος, τα χτυπάνε σφραγίζοντάς τα σε δουκάτα και τα στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη».
Η ανθηρή αυτή κατάσταση, αναφέρεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», φαίνεται ότι δεν κράτησε πολύ. Οι εργασίες σταμάτησαν όπως δείχνει ένα φιρμάνι του 1580, που απευθύνεται προς τον καδή του τόπου, υποχρεώνοντάς τον να θέσει σε λειτουργία τα μεταλλεία και να στείλει όσο μπορεί περισσότερα νομίσματα στην Κωνσταντινούπολη. Από το φιρμάνι αυτό βγαίνει το συμπέρασματα, ότι υπήρχε στη Σιδερόκαψα (Σιδεροκαύσια) και νομισματοκοπείο αργυρών και χρυσών νομισμάτων, που λειτουργούσε μάλιστα από την εποχή του Μουράτ Β’ (1421-1451).
Πολύτιμα μέταλλα και τουρκική οικονομία
Η φροντίδα για τα μεταλλεία δεν έτεινε στην ορθολογική αξιοποίησή τους, αλλά στη ληστρική εκμετάλλευσή τους. Γι’ αυτό και δεν έδωσαν την αναγκαία δύναμη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, να λύσει τα πολυπληθή κοινωνικά και οικονομικά της προβλήματα, που πίεζαν τους λαούς, οι οποίοι βρέθηκαν στη σκληρή κυριαρχία της, αλλά και τον δικό της λαό.
Όπως προειπώθηκε, η σπουδαιότητα των μεταλλείων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αφορούσε την ικανοποίηση της απληστίας των σουλτάνων και των αξιωματούχων της Αυτοκρατορίας. Το ίδιο συνέβαινε και με τους φόρους, που αποτελούσαν πηγή πλουτισμού για τους μπέηδες, τους πασάδες και τους σπαχήδες των επαρχιών και των τιμαρίων, εκτός από το μερίδιο, που έπαινε ο σουλτάνος και η πολυπληθής Αυλή του απ’ αυτούς.
Ο Γ.Φίνλεϋ, αναλύοντας το όλο πλέγμα της οικονομίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γράφει, ότι είναι αδύνατο να δοθεί μια πλήρης εικόνα των οικονομικών πόρων και των νομισματικών συνθηκών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γιατί δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ποσότητα των πολύτιμων μετάλλων, που έμπαιναν κάθε χρόνο σε κυκλοφορίας από την παραγωγή των μεταλλείων των σουλτανικών κτήσεων το τελευταίο μισό του δέκατου πέμπτου και στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα.
Το ποσό πρέπει να ήταν σημαντικό, αν συγκριθεί με τα μέτρα της εποχής. Στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, λειτουργούσαν πολύ παραγωγικά μεταλλεία στη Μακεδονία, Σερβία και Βοσνία. Στην Ασιατική Τουρκία τα μεταλλεία του Μπακίρ-κουρεσί κοντά στην Ινέμπολη, απέδιδαν μεγάλα ποσά στους εμίρηδες της Σινώπης και τα μεταλλεία του Κιουμούς-χανέ (Αργυρουπόλεως) στους αυτοκράτορες άλλοτε της Τραπεζούντος, ενώ πολλά παραγωγικά μεταλλεία αργύρου λειτουργούσαν στα βουνά, που απλώνονται από την Άγκυρα ως το Τοκάτ, χωρίζοντας την αρχαία Γαλατία από την Παφλαγονία και τον Πόντο, Εκτός από αυτά, και άλλα πολλά πλούσια μεταλλεία χαλκού και μολύβδου είχαν μεγάλη παραγωγή, που τα μέταλλα τους διοχετεύονταν στη Συρία, την Αίγυπτο και τη Βόρεια Αφρική.
Μ’ αυτόν τον πλούτο των πολύτιμων μετάλλων θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε πάντα μια νομισματική σταθερότητα και πως το τουρκικό νόμισμα ήταν το πιο «σκληρό». Και όμως η σταθερότητά του δεν ήταν συνεχής, όπως μας πληροφορούν οι διάφοροι μελετητές των οικονομικών της Αυτοκρατορίας.
Πηγή: https://www.orykta.gr/istoria/istoria-ellinikis-metalleias/68-tourkokratia
/*/
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου