Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Αφιέρωμα στον πραγματικό "Αλέξη" Ζορμπά


Διαβάστε εδώ: ΜΠΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ - Let's wait until the storm passes: Αφιέρωμα στον πραγματικό "Αλέξη" Ζορμπά:                                    

«Αναφορά στον Γκρέκο» : «Πήρε να κρυσταλλώνεται μέσα μου ο μύθος του Ζορμπά. Στην αρχή μια μουσική ταραχή, ένας ρυθμός καινούριος, λες και γρηγόρεψε να κυκλοφορεί στη βασιλόφλεβά μου το αίμα. Ένιωθα πυρετό και ζάλη, δυσκολοξεδιάλυτη ηδονή και δυσφορία, σα να μπήκε μέσα στο αίμα μου κάποιο ξένο ανεπιθύμητο σώμα. Όλος μου ο οργανισμός αναστατώθηκε και χίμηξε να το διώξει˙ μα αυτό αντιστέκουνταν, παρακαλούσε, έριχνε ρίζες και πιάνουνταν πότε από το ένα σπλάχνο, πότε από το άλλο, και δεν ήθελε να φύγει. Ένας σπόρος είχε γίνει, ένα σκληρό σπειρί σιτάρι, κι ένιωθε θαρρείς μέσα του φυλακωμένα να κιντυνεύουν τ’ αστάχυα και το ψωμί και μάχουνταν απελπισμένα να μη χαθεί για να μη χαθούνε. […] Κίνησαν ευτύς γύρα από τον ξενομπάτη σπόρο να τρέχουν οι λέξες, οι ρίμες, οι παρομοίωσες, να τον κυκλώνουν και να τον θρέφουν σαν έμβρυο. Ξαναζωντάνεψαν οι λιγοθυμισμένες θύμησες, ανέβαιναν οι βουλιαγμένες χαρές και πίκρες, τα γέλια μας κι οι ανεβάλλουσες κουβέντες. Όλες οι μέρες που περάσαμε μαζί διάβαιναν από μπρος μου, άσπρες, χαριτωμένες, γεμάτες γουργουρητά, σαν περιστέρες˙ ανέβηκαν ένα πάτωμα πιο αψηλά από την αλήθεια, δυο πατώματα πιο αψηλά από την ψευτιά οι θύμησες˙ μεταμορφώνουνταν σιγά-σιγά ο Ζορμπάς και γίνουνταν παραμύθι. Τη νύχτα δείλιαζα να πέσω να κοιμηθώ˙ ένιωθα στον ύπνο μου το σπόρο να δουλεύει˙ στην άγια γαλήνη της νύχτας τον αφουκράζουμουν, σα μεταξοσκούληκας να τρώει, να τρώει τα φύλλα της καρδιάς μου και να θέλει να τα κάμει μετάξι. […] Τι χαρά να ’σαι μόνος, ν’ ακούς απόξω από το κατώφλι σου τη θάλασσα ν’ αναστενάζει και να ξεσπούν απάνω στις λεμονιές και τα κυπαρίσσια της αυλής τα πρωτοβρόχια! Και να νιώθεις στη μέση-μέση του σπλάχνου σου ένα σπόρο να σε τρώει! Ο Ζορμπάς κείτουνταν μέσα μου σα μια χρυσαλλίδα, φασκιωμένη σε σκληρή διάφανη φλούδα, και δε σάλευε˙ μα ένιωθα πως κρυφά, αθόρυβα, μέσα στη βουβή ετούτη χρυσαλλίδα, ξακλουθούσε μέρα νύχτα μια αξεδιάλυτη, όλο μυστήριο κατεργασία, γέμιζαν αγάλια αγάλια οι φυραμένες φλέβες της, μαλάκωναν οι ξεραμένες σάρκες, τώρα να θα ράγιζε η φλούδα στις πλάτες και θα πρόβαιναν, αμέστωτες, σγουρές κι ανήμπορες ακόμα, οι φτέρουγες. ΄Ένα σκουλήκι ήταν ξαπλωμένο μέσα στη χρυσαλλίδα και το ’χε συνεπάρει θεία ξαφνικιά παραφροσύνη κι στόμα, φωνάζουν να περμαζώξω από τη γης, από τη θάλασσα, από τον αέρα το ήθελε να βγει πεταλούδα.»