"... Νά σημειωθῆ ὃτι ἡ περίπυστος αὐτή Ἱερά Εἰκόνα εἶναι ἒργο τοῦ ἐξαιρέτου Ἁγιογράφου καί μεγάλου Ἀσκητοῦ Γεωργίου Χατζηγιώργη, ὁ ὁποῖος ζῶν μονοχίτων καί ἀνυπόδητος, ἱστόρησε τό 1864 τήν Ἁγία Εἰκόνα, κατόπιν παραγγελίας κατοίκου τῆς Κωμοπόλεως ἐπονομαζομένου Μαυρουδῆ, ὡς εὐχαριστήριο γιά θαυματουργική ἐπέμβαση τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων στό πρόσωπό του. Ἡ δέ Ἐνορία περιέβαλε τή σεπτή Εἰκόνα μέ ἐξαίρετης τέχνης “πουκάμισο”, τιμῶντας την μέ πολλά ἀναθήματα καί τάματα..." Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου
εικ. 2
εικ. 1, 2 Η περίφημη απεικόνιση της Παναγίας ως Βρεφοκρατούσα με τον Χριστό ο οποίος κρατά ανοικτό ειλητάριο που γράφει " ...." στο Παλαιοχώρι και φέρει στα κάτω σημεία της εκατέρωθεν τις απεικονίσεις των Δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ (στα Αριστερά) και Άννης (στα Δεξιά). αναφέρεται ως "Χάρη της εικόνας του Δοχειαρίου". Όπως και το δώρο στον Μεγάλο Δούκα Αλεξέι, αλλά και οι επιζωγραφήσεις επί της κτιτορικής εικόνας στην μονή Δοχειαρείου είναι σε κλασική ρωσική αναγεννησιακή τέχνη (Γοργοϋπήκοος)
Η μεγάλων διατάσεων αγιογραφία στο Παλαιοχώρι είναι δια χειρός Γέροντα Χατζηγιώργη και ιστορήθηκε στα 1864 μ.Χ.
Τον βίο αυτού του ασκητή μας τον περιέγραψε ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης στο έργο του "Ο άγιος γέροντας Χατζηγιώργης" και ο Γεράσιμος Σμυρνάκης στο έργο του "ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ" (1903)!
εικ.3
υπήκοος < (λόγιο) αρχαία ελληνική ὑπήκοος < υπ- ὑπό + ἀκοή
- πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους, ο πολίτης ενός κράτους
- ο υποκείμενος στην εξουσία
ἀκούω ΡΗΜΑ Παρατ. ἤκουον
Mέλλ. ἀκούσομαι
Aόρ. ἤκουσα
Παρακ. ἀκήκοα
Υπερσ. ἠκηκόειν
Παθ. μέλλ. ἀκουσθήσομαι
Παθ. αόρ. ἠκούσθην
Παθ. παρακ. ἤκουσμαι
1. ακούω: βούλομαι δ’ ὑμᾶς ἀκοῦσαι τοῦ ὅρκου = θέλω εσείς να ακούσετε τον όρκο. ἀκούω τι ἀπό τινος / ἔκ τινος / παρά τινος =
ακούω κάτι από κάποιον. ἀκούω σου λέγοντος ταῦτα = σε ακούω να λες αυτά.
2. δίνω προσοχή, υπακούω: Φωκυλίδου οὐκ
ἀκούεις; = δε δίνεις προσοχή στο Φωκυλίδη;
≠ ἀνηκουστέω «απειθαρχώ».
3. είμαι μαθητής: Παρμενίδης Ἀναξιμάνδρου
ἤκουσεν = ο Παρμενίδης ήταν μαθητής του
Αναξιμάνδρου.
• εὖ ἀκούω ὑπό τινος επαινούμαι από κάποιον.
• κακῶς ἀκούω ὑπό τινος κακολογούμαι
από κάποιον.
- οικογένεια της λέξης -> παράγ. ἄκουσμα, ἀκοή, ἀκουστέον, ἀκουστός, σύνθ. ἀνήκοος, ἐπήκοος, ὑπήκοος, ἀνήκουστος, κατακούω, ἐπακούω, εἰσακούω, ὑπακούω.
- λέξεις της νέας ελληνικής που προήλθαν από τις
αντίστοιχες λέξεις της αρχαίας γλώσσας -> ακούω (με τις σημ. 1, 2).
[σύνθ. λ. προθετ. ἀ- + κοέω «ακούω, καταλαβαίνω», πβ. γοτθ. hausjan «ακούω»].